Κάλλιο μουζίκος να ΅μουνα…

Γράφει
ο Πάνος Βενέρης

Πόλεμο δεν κατάλαβες γιατί ήσουνα πολύ μικρός, και δε σ΄ ένοιαζε που ξυπόλυτος γυρνούσες. Εμφύλιο αργότερα, τη γλύτωσες και πάλι. Κι’ έπειτα, χωράφι, αξίνα και κασμά ερωτεύτηκες κι’ ας έφευγαν οι φίλοι σου βορρά μεριά και δύση. Τ’ όνειρο κυνηγούσαν. Εσύ είπες, τη γη αυτή μου έμελλε να οργώνω, εδώ που ο γέρος κι΄η γριά άσπρισαν τα μαλλιά τους. Δύσκολα τα κατάφερνες κι΄ήταν τα νιάτα σου που βράζαν.
Σου ΅παν ξαφνικά, ασ’ το χωράφι κι’ έλα στην πόλη χαΐρι για να δεις, μουζίκε. Κακά σου χτύπησε στ’ αυτί η λέξη και ψάχτηκες στο λεξικό του «Ήλιου», το μεγάλο. «Ακτήμων χωρικός επί Ρωσίας Τσαρικής» έγραφε και σου γυάλισε το μάτι. Πω -πω ντροπή! Εγώ του Μήτσου ο γιός με τα χωράφια, τα σπαρτά, μουζίκος; Ψύλλοι στον κόρφο μπήκανε και έπειτα αναρωτήθεις. Ρε λες αλήθεια να μου λεν; Και μια και δυο το μπογαλάκι σου και δρόμο. Στην πόλη που γυαλίζονταν.
Δουλειά πρωτόπιασες, «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι’ άγρια μέντα» που ΅λεγε ο Μάνος. Γνώρισες και την κερά. Από το διπλανό χωριό αυτή, παπούτσι απ’ τον τόπο σου, είπες και την πήρες.
Κι’ ήρθε η ώρα που ο κάθε πατριώτης ονειρεύονταν. Κεραμίδι, στο κεφάλι σου να βάλεις. Πω – πω πολυκατοικίες, πω – πω παρκέ, είπες και θάμπωσες. Έχουμε και ασανσέρ και ακάλυπτο ν’ απλώνουμε τα ρούχα. Να, κι’ από κείνο το δωμάτιο βλέπουμε και τον ήλιο. Βασιλιάδες είμαστε θαρρώ. Κερά τι λες κι’ εσύ; Σου ΅γνεψε με κατάφαση. Και πήγες στο «παρακαταθηκών» κι’ έκαμες την αίτηση να σου εγκριθεί το δάνειο, 25% το πανωτόκι. Και είπες, θα τα καταφέρω. Για τα παιδιά, να ζήσουν καλύτερη ζωή. Να μη τους φαν τα χώματα σαν τα γερόντια. Και πλήρωσες τους φόρους σου.
Μεγάλωσές τα τα παιδιά, στερήθηκες, παπούτσια κάθε μουντιάλ και ο καφές σου σκέτος, οικονομία στη ζάχαρη. Και τα ΅στειλες φροντιστήριο, να μη τους λείψει η γνώση και γίνουν σαν και σένα. Και ξένες γλώσσες έμαθαν, να γίνουν λέει κοσμοπολίτες, να παν και στα Παρίσια να λένε για τη χώρα τους, στα Γαλλικά. Και να παινεύεσαι κι’ εσύ που τα ΅καμες πατριώτες.
Κι’ έπειτα, το ΅να στη σχολή και τ’ άλλο που δεν μπόρεσε, τουλάχιστο να το βοηθήσω, σκέφθηκες. Να του πάρω μαγαζί, να μη ξωμείνει. Και ξαναπήγες στο «παρακαταθηκών». Ξανά συμβολαιογράφο, ξανά και δικηγόρο, πλήρωσες και τους φόρους σου.
Ήρθε η ώρα της παντρειάς και είπες, στο χωριό μου το ΅χουμε να το προικίζουμε το κορίτσι. Έσφιξες πάλι το ζωνάρι, της πήρες το τριάρι, το ξόφλησες κι’ αυτό και στην εφορία το καθήκον σου. Σαν πατριώτης. Κι΄ο γαμπρός φχαριστημένος, που ΅καμε πεθερό λεβέντη. Υπάλληλοι και οι δυο τώρα, τα γλίτωσαν τα χώματα. Και είπες, δόξα τω Θεώ.
Σιγά Μαριώ μη κάθεσαι στο σαλόνι τα έπιπλα μη χαλάσουμε και στο παρκέ με τα πατάκια, ορμηνεύεις στην κερά. Ξαλαφρωμένος πια, με διαμέρισμα και τα παιδιά εντάξει.
Κι αφού τα ταχτοποίησες και μια και δυο για το χωριό να δεις και τα γερόντια που σβήνανε σιγά – σιγά. Να σε χαρούν.
Σου ΅μεινε και το πατρικό, κληρονομιά, μισακά και τα χωράφια με τ’ αδέρφι που ζούσε σ’ άλλη πόλη. Και πλήρωσες τους φόρους σου τώρα που πήρες το κολάι.
Και τα παιδιά; Προκόψανε κι’ αυτά. Δυο μισθοί στο σπίτι και τα σαββατοκύριακα ελεύθερα, κι ο άλλος στο μαγαζί, ρολόι οι δουλειές. Να φτιάξουμε κάτι στη θάλασσα σκέφτηκαν, να κάνουμε τα μπάνια μας. Να ΅ρχονται και τα γερόντια. Γύρισαν τις τράπεζες, ποια να τους πρωτοεξυπηρετήσει. Δυο μισθοί ήταν αυτοί. Κι’ αγόρασαν στη θάλασσα και φτιάξανε και τζάκι, για το παϊδι ντε, να νοστιμέψει. Το χρυσοπλήρωσαν κι’ αυτοί γιατί ήταν λέει μεγάλες οι αντικειμενικές. Πλήρωσαν και τους φόρους τους τοις μετρητοίς, σαν το μπαμπά, γιατί είμαστε κεμπάρηδες εμείς, οικογενειακά.
Και ήρθε ο Δήμος στο χωριό, σου λέει όλο χαρά. Σου φτιάχνουμε και σχέδιο. Θα σε εντάξουμε και σένα, τυχεράκια. Και θ’ αυγατίσουν τα χωράφια. Και χάρηκε η κερά. Τ΄ άλλα που δε μπαίνουν, άστα και βλέπουμε. Κι΄ εντάχθηκες και έδωσες τα μισά, εισφορά σε γη και χρήμα σου είπαν, μα θα ΅χεις λέει συντελεστή. Και συνεισέφερες και συ και πλήρωσες τ’ ανάλογα.
Το πούλησες το ένα, να ξαλαφρώσεις μια ολιά και τ’ άλλα στα παιδιά. Να ΅χουνε και ακίνητο εντός σχεδίου. Και ξαναπλήρωσες τους φόρους σου.
Κι΄έπειτα είπες στην κυρά. Να φτιάξουμε κάτι για τα γηρατειά στο ένα το χωράφι που ξώμεινε εκτός σχεδίου. Να αναπνέουμε αέρα καθαρό και να ΅ρχονται οι φίλοι ν’ ανάβουμε και κάρβουνα. Και συμφώνησε η κερά.
Και πήγες στο πολεοδομικό και σου ΅παν πως δεν κτίζεις γιατί δεν έχεις λέει δρόμο. Έτσι έλεγε η εγκύκλιος, η νέα. Και ρώτησες. Μα καλά κι’ ο Μήτσος ο γείτονας κι’ αυτός δεν έχει δρόμο και είναι και μικρότερο, πως το ΅καμε αυτός; Αυθαίρετα σου είπαν, αφού δεν τον κατήγγειλαν. Και σου ΅πε η κυρά, αυθαίρετα κι’ εμείς. Και το ΅καμες και πλήρωσες στον εργολάβο τα διπλά γιατί είχε λέει ρίσκο.
Πάνω που ξετέλεψες και λες, θέλω κι’ εγώ να ζήσω, συνταξιούχος τώρα πια, τσουπ κι’ έρχεται η κρίση.
Σπίτι έχεις αυθαίρετο σου λένε. Θα στο τακτοποιήσω εγώ, μα θα πλερώσεις κάτι τις. Πλήρωσες τ’ οφειλόμενο, για τα παιδιά και πάλι, να το μεταβιβάσεις. Πλήρωσες και τους φόρους σου. Κι΄έπειτα, σου ΅παν πάλι. Η σύνταξή σου 1000 ευρώ, μόνο για 45 χρόνια δουλειάς, που το ξανάδες. Και τα μισά σου πήραν. Κι αρχίζει το πράμα να μπερδεύει. Σε τρώει το μαράζι τους φόρους σου που πλήρωνες, τις εισφορές σου στη δουλειά και λες, δε θα τ’ αξίζω. Τόσα λεφτά που πλήρωνα, μα κι’ η βοήθεια απ’ την ΕΟΚ που πήγαν;
Κι’ έρχεται ο άλλος, ο ευτραφής και σου το ξαμολά. «Μαζί τα φάγαμε» σου λέει και σε γεμίζει τύψεις. Τόσο πολύ του άρεσε, που το ΅καμε βιβλίο. Βρε λες; Ρωτάς και την κερά. Μαριώ, τι φάγαμε μαζί που λέει ο εκλεκτός μας; Δεν ξέρω Γιώργη μου εγώ, μον’ τη δουλειά σου κοίτα. Μη μπλέκεσαι με τα πολιτικά.
Τα σπίτια σου πως τα ΅φτιαξες σου λένε. Φόρο θε να πλερώσεις. Μα πλήρωσα και μια και δυο, αποκρίθεις. Δεν ξέρω τίποτε εγώ, σου λένε. Ρεύμα αν θες, αυτό σου πέφτει να πλερώσεις. Γιομάτος κι’ αυτός που το ΅λεγε.
Χωράφι έχεις γέροντα κι΄ οικόπεδο στο σχέδιο, που τα βρήκες όλα αυτά; Κληρονομιά απ’ το μπαμπά κι’ αυτός απ’ τον παππούλη το Γιωργή, τα χώματα που τους ΅φάγαν. Και τι με νοιάζει εμένανε, σου ξαναλένε. Φόρο θε να πληρώσεις. Μα πλήρωσα, αποκρίνεσαι ξανά. Θε να ξαναπλερώσεις.
Και ΦΑΠ και ΜΑΠ και ΓΑΠ και ΕΤΑΚ και φλατς σφαλιάρα ολόγιομη, ζαλίστηκες και γέρνεις. Και πάνω εκεί στη ζάλη σου έρχεται και το άλλο. Φως, νερό, τηλέφωνο διπλάσια από αύριο γιατί αρκετά μας λούφαρες, σου λένε. ¶κου κι’ αυτό. Τα «έκτακτα» που επλήρωνες, ένα θε να τα κάμουμε μια και καλή, για πάντα. Και το χωράφι σου μαζί κι’ ας μη σου αποδίδει. Κι αν δε μπορείς, σε μας θε να ΅λθουν, που μας πρέπουν. Εμπρός λοιπόν, το βιός σου όλο να δηλώσεις. Κάτι από πέτρα και μαθητή κακό, θύμιζε τ’ όνομά του.
Αναρωτήθηκες κι’ εσύ. Βρε μπας και με ψεκάζουνε σαν τα σπαρτά και δεν καταλαβαίνω; Καπάκι, σου ΅ρχονται και τα παιδιά που τα μοσχομεγάλωνες, απολυμένα απ’ τη δουλειά, στο μαγαζί λουκέτο. Και σ’ αποτελειώνουν.
Κι΄ο Σούχτελ κι’ ο Φριτς κι΄ο Χανς τι είναι όλοι ετούτοι, πάλι; Τα παιδικά μου χρόνια θυμίζουν. Πάλι εδώ; Στην Κύπρο τι απέγινε, τι είναι μαθές αυτή η κυρά απ΄τα Καρπάθια μεριά που σαν τον συντοπίτη της, πρόγονο και συνονόματό της, μαζί με τ’ άλλα τα θεριά, το αίμα τους κι’ αυτούς τους πίνουν;
Κι’ αναρωτιέσαι πάλι, τι έκαμα λάθος στη ζωή ο έρμος; Μέρα και νύχτα δούλευα, τους φόρους μου επλήρωνα, γιατί αυτή η κατάντια;
Και σ’ απαντάνε τα θεριά μαζί με τους δικούς μας που κιότεψαν και τρέμουν μη τους τραβήξουν απ’ τ΄αυτί. Είναι που έγινες δυνατός κι’ απέχτησες πραμάτεια. Δε σου ΅παμε αυτό εμείς. Αυτά είναι για τους λίγους.
Κάλλιο μουζίκος να ΅μουνα, λες, γέρνεις και ξαποσταίνεις. Να μη θωρείς, να μη γροικάς. Ωσάν την Περσεφόνη…
Πάνος Βενέρης