Ελεύθερη χωρίς την επιβολή περιοριστικών όρων κρίθηκε χθες μετά από συμπληρωματική απολογία που έδωσε ενώπιον της Τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου μια υπάλληλος που υπηρετούσε στην Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου και ενεπλάκη στην υπόθεση της υφαρπαγής δημοσίων κτημάτων με τη χρήση πλαστογραφημένων αποφάσεων του νομάρχη Δωδεκανήσου.
Η συμπληρωματική έρευνα αφορούσε την υφαρπαγή ακινήτου εμβαδού 2.400 τ.μ. στην Ιξιά και προκλήθηκε μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου προκειμένου να εξακριβωθεί αν η κατηγορούμενη με πρόθεση δέχτηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1996 να συμπληρώσει, χειρόγραφα, τα κενά που υπήρχαν στο τέλος των τριών αντιτύπων της υπ’ αριθμ. 2973/13-4-87 απόφασης του Nομάρχη Δωδεκανήσου. Η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί πριν από εννέα χρόνια και επτά μήνες και αφορούσε την εκποίηση, ενός ακινήτου 590 τ.μ. στον συγκατηγορούμενο της ιδιώτη έναντι του τότε καθορισθέντος τιμήματος των 14.750 ευρώ (1/10 της αγοραίας αξίας) βάσει του υπ’ αριθμ. 93/87 πρακτικού της επιτροπής του άρθρου 34 N. 1473/84 (αρθ. 4 παρ. 6 AN 263/68) αναγράφοντας ότι καταβλήθηκε ολόκληρο το τίμημα και ο ΦMA με τη σχετική δήλωση μαζί με την δήλωση ΦMA, θέτοντας την ημερομηνία 4-11-96, τις υπογραφές και τις ατομικές υπηρεσιακές σφραγίδες.
Ο Εισαγγελέας Εφετών είχε κρίνει ότι η κατηγορούμενη όφειλε να απόσχει από τη συμπλήρωση των κενών και τη βεβαίωση καταβολής των χρημάτων αφού γνώριζε ότι ο συγκατηγορούμενος της ιδιώτης συμμετείχε ως τρίτο μέλος στη σύνθεση της επιτροπής που συνέταξε το υπ’ αριθμ. 93/87 πρακτικό που βρισκόταν στον σχετικό φάκελο της απόφασης και επομένως δεν ήταν ούτε νόμιμη η συγκρότηση της επιτροπής που έκρινε την αίτηση μέλους της, το οποίο έπρεπε να αντικατασταθεί, ούτε νόμιμη η κρίση της και έπρεπε να γίνει νέος καθορισμός της τιμής του ακινήτου των 590 τ.μ., μετά την πάροδο εννέα ετών και επτά μηνών, αφού η καθορισθείσα τιμή δεν ανταποκρινόταν πλέον στην αξία του ακινήτου, αλλά ήταν πολλαπλάσια.
Ο Εισαγγελέας ζήτησε επίσης να διακριβωθεί αν η κατηγορούμενη κράτησε για το αρχείο της υπηρεσίας το ένα αντίτυπο της απόφασης και αν παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό της ιδιώτη τα άλλα δύο συμπληρωμένα αντίτυπα, το ένα εκ των οποίων εμφάνισε ο τελευταίος στο Kτηματολόγιο της Pόδου στις 21 Ιανουαρίου 1997 με την υπ’ αριθμ. 427/97 αίτηση του και αν εν γνώσει του, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ψευδώς παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους και στον Δικαστή του Kτηματολογίου, με τη χρήση της απόφασης ότι νομίμως καθορίστηκε η αξία του ακινήτου στο ποσό των 14.750 δρχ., ότι νομίμως είχε συμπληρωθεί και βεβαιωθεί η καταβολή των σχετικών χρηματικών ποσών στο τέλος της απόφασης και έτσι επέτυχε να γίνει δεκτή η αίτηση από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Kτηματολογίου και τον Δικαστή του Kτηματολογίου, να διατάξει ο τελευταίος τη μεταγγραφή της στα βιβλία του Kτηματολογίου και να ασκήσει την κυριότητα του ακινήτου βλάπτοντας κατά την αξία του ακινήτου την περιουσία του Δημοσίου με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος.
Η υπάλληλος, όπως έπραξε και στο πρώτο σκέλος της ίδιας έρευνας, αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες επισημαίνοντας ότι η ανάμειξη του ονόματος της στην υπόθεση υπήρξε προϊόν κακής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και αυθαίρετων σκέψεων και συλλογισμών.
Εξήγησε μεταξύ άλλων ότι όταν ο ενδιαφερόμενος προσκόμιζε τα πρωτότυπα των διπλοτύπων πληρωμής του τιμήματος και του φόρου μεταβίβασης του εξαγοραζόμενου ακινήτου ο αρμόδιος υπάλληλος συμπλήρωνε (υπέγραφε και σφράγιζε) τα κενά που υπήρχαν στο τέλος της απόφασης και κάτω ακριβώς από την υπογραφή του Νομάρχη και παρέδιδε στον ενδιαφερόμενο εις διπλούν αντίγραφο της απόφασης εξαγοράς προκειμένου να φροντίσει ο ίδιος για τη μεταγραφή της στα οικεία κτηματολογικά βιβλία.
Τις περισσότερες όμως φορές παρόλο που οι αποφάσεις εξαγοράς εξεδίδοντο και υπογράφοντο από τον Νομάρχη οι ενδιαφερόμενοι για λόγους καθαρά οικονομικούς δεν προσήρχοντο αμέσως για να καταβάλουν το καθορισθέν τίμημα και τον αναλογούντα φόρο μεταβίβασης γιΆ αυτό και ήταν μόνιμο το φαινόμενο πολλές από τις αποφάσεις εξαγοράς να λιμνάζουν και να μην ολοκληρώνεται η παραλαβή τους από τους δικαιούχους επί πάρα πολλά χρόνια διότι αδυνατούσαν ή αδιαφορούσαν να καταβάλουν το αντίτιμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πάρα πολλές αποφάσεις ενώ εκδόθηκαν την 10ετία του 1980, ωστόσο υποβλήθηκαν για μεταγραφή την 10ετία του 1990 στο Κτηματολόγιο Ρόδου.
Στην προκειμένη μάλιστα υπόθεση για τη μεταγραφή της πλαστής και ανύπαρκτης απόφασης δεν υπήρχε η δήλωση Φ.Μ.Α. και το πρωτότυπο του διπλότυπου πληρωμής του φόρου μεταβίβασης. Θα έπρεπε μάλιστα η προς μεταγραφή πράξη να απορριφθεί ως απαράδεκτη από τον Κτηματολογικό Δικαστή.
Το αντίγραφο της πλαστής απόφασης που υποβλήθηκε για μεταγραφή δεν έφερε την ενυπόγραφη βεβαίωση της ότι ο συγκατηγορούμενος της ιδιώτης κατέβαλε το καθορισθέν τίμημα εξαγοράς ούτε ότι κατέβαλε τον αναλογούντα φόρο μεταβίβασης για το συγκεκριμένο ακίνητο. Η υπάρχουσα ένδειξη αφορά χρήματα που πληρώθηκαν για άλλο ακίνητο.













