• Η Ρόδος συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη ποικιλία, με το υψηλότερο ποσοστό στο Ανατολικό Αιγαίο • Μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη περιοχών σε καθεστώς αυξημένης προστασίας ή σε δίκτυα όπως το Natura 2000 • Ενισχύει τη σημασία των νησιών ως περιοχών καίριας σημασίας για τη διατήρηση της χερσαίας μεσογειακής βιοποικιλότητας
Η Ρόδος, η Σύμη και η Χάλκη καταγράφονται επιστημονικά ως νησιά με υψηλή συγκέντρωση ενδημικών χερσαίων σαλιγκαριών σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Folia Malacologica επιβεβαιώνει τη βιολογική αξία της περιοχής, τεκμηριώνοντας για πρώτη φορά τη συνολική καταγραφή των ειδών που απαντώνται στα τρία νησιά.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης, στη Ρόδο εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός ειδών, μεταξύ των οποίων τέσσερα καταγράφηκαν για πρώτη φορά, ενώ επτά έχουν χαρακτηριστεί ως ενδημικά.
Στη Σύμη καταγράφηκαν 34 είδη, με 20 νέες προσθήκες σε σχέση με παλαιότερες έρευνες. Στη Χάλκη εντοπίστηκαν 32 είδη, από τα οποία τα εννέα εμφανίζονται για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία.
Η μεγάλη ποικιλία αποδίδεται στην ιδιαιτερότητα του γεωλογικού υποβάθρου, την ανομοιομορφία του εδάφους και τις διαφοροποιήσεις στις μικροκλιματικές συνθήκες.
Η ερευνητική ομάδα, με συμμετοχή ειδικών από την Ελληνική Μαλακολογική Εταιρεία και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, πραγματοποίησε δειγματοληψίες σε 41 σημεία της Ρόδου, 15 της Σύμης και 11 της Χάλκης, χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθοδολογίες ανάλογα με το ανάγλυφο και τις συνθήκες κάθε περιοχής.
Η Ρόδος συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη ποικιλία, με ποσοστό ενδημικών ειδών που ξεπερνά το 10%. Αυτό είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί σε νησί του ανατολικού Αιγαίου. Η Χάλκη, αν και μικρή σε έκταση, παρουσιάζει ασυνήθιστα υψηλή ποικιλία σε σχέση με νησιά αντίστοιχου μεγέθους, κάτι που σχετίζεται με την εγγύτητα και την ιστορική γεωλογική της συνέχεια με τη Ρόδο. Στη Σύμη, τα νέα δεδομένα ανατρέπουν την εικόνα που υπήρχε μέχρι σήμερα, καθώς ενισχύουν την άποψη ότι ο νοτιοανατολικός νησιωτικός χώρος δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι στην παρούσα μελέτη καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το είδος Xeropicta derbentina, ενώ συνολικά 33 είδη προστέθηκαν στις λίστες των τριών νησιών. Παράλληλα, δύο είδη αφαιρέθηκαν από την εθνική καταγραφή ύστερα από αναθεώρηση των παλαιών στοιχείων. Οι αλλαγές αυτές αναδεικνύουν την ανάγκη για συνεχή επιτόπια τεκμηρίωση, με έμφαση στην εποχικότητα της δειγματοληψίας και στη χρήση γενετικών εργαλείων.
Το είδος Albinaria rhodia, το οποίο συναντάμε αποκλειστικά στη Ρόδο, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα τοπικού ενδημισμού. Η γενετική ανάλυση έδειξε μικρές αλλά μετρήσιμες διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε πληθυσμούς του ίδιου είδους, επιβεβαιώνοντας τη σημασία της τοπικής προσαρμογής.
Επιπλέον, την περίοδο 2023-2024 τεκμηριώθηκαν πέντε νέα υποείδη στη Ρόδο και τη Νίσυρο, με διαφοροποιήσεις σε μοριακό επίπεδο και πολύ περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση.
Παρά τον πλούτο των ειδών, οι απειλές για την επιβίωσή τους είναι αυξανόμενες. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό με την απώλεια φυτοκάλυψης και την υποβάθμιση μικρών βιοτόπων, έχει μειώσει τις διαθέσιμες περιοχές για τα σαλιγκάρια έως και κατά 25% σε ορισμένες περιοχές.
Η αστικοποίηση, η εντατική γεωργική εκμετάλλευση και η αποψίλωση εκτάσεων με ασβεστολιθικό υπόβαθρο επηρεάζουν άμεσα τις μικροκλιματικές ισορροπίες, στις οποίες βασίζονται τα χερσαία σαλιγκάρια για τη διατήρηση της υγρασίας και των βασικών βιολογικών τους λειτουργιών. Σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας, ακόμα και μικρές μεταβολές στη θερμοκρασία προκαλούν απώλειες πληθυσμών.
Η ερευνητική ομάδα προτείνει ένα σύνολο στοχευμένων μέτρων, όπως η δημιουργία μικροκαταφυγίων σε ευάλωτες περιοχές, η απαγόρευση αποψίλωσης σε οικολογικά ευαίσθητες ζώνες, η εκπαίδευση γεωργών και εργοληπτών σε θέματα διαχείρισης μικροοικοσυστημάτων, καθώς και η αξιοποίηση γεωχωρικών δεδομένων για την παρακολούθηση των πληθυσμιακών μεταβολών.
Η παρουσία τόσων ενδημικών ειδών ενισχύει τη σημασία των νησιών ως περιοχών καίριας σημασίας για τη διατήρηση της χερσαίας μεσογειακής βιοποικιλότητας. Τα δεδομένα αυτά δεν αφορούν μόνο την επιστημονική κοινότητα. Η καταγραφή τόσο εξειδικευμένης βιοποικιλότητας, ιδίως σε είδη που δεν απαντώνται αλλού, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη για πολιτικές που να λαμβάνουν υπόψη την οικολογική ιδιαιτερότητα των νησιών. Τα σαλιγκάρια λειτουργούν ως βιοδείκτες για την υγεία του εδάφους, την ποιότητα των μικροοικοσυστημάτων και τη σταθερότητα του μικροκλίματος.
Η ύπαρξη τέτοιων στοιχείων μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη περιοχών σε καθεστώς αυξημένης προστασίας ή σε δίκτυα όπως το Natura 2000. Αυτό συνεπάγεται ειδική μεταχείριση σε ό,τι αφορά τον χωροταξικό σχεδιασμό, τις γεωργικές χρήσεις ή την εκτέλεση τεχνικών έργων.
Σε περιοχές που επηρεάζονται από τον μαζικό τουρισμό και την κλιματική ένταση, η καταγραφή ειδών με περιορισμένη εξάπλωση ενισχύει το επιστημονικό και πολιτισμικό αποτύπωμα της τοπικής φυσικής κληρονομιάς.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε το 2024 και βασίστηκε σε συνδυασμό δειγματοληψιών και βιβλιογραφικών δεδομένων που καλύπτουν περίοδο άνω των δύο δεκαετιών. Βασικές πηγές αποτελούν η μελέτη της Folia Malacologica για τα γαστερόποδα σε Ρόδο, Σύμη και Χάλκη, σχετικές επιστημονικές εργασίες που φιλοξενούνται στο ResearchGate για τη βιοποικιλότητα στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, καθώς και τα ερευνητικά προγράμματα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και της Ελληνικής Μαλακολογικής Εταιρείας για τη γεωγραφική κατανομή και τις γενετικές διαφοροποιήσεις των ειδών.