Υπόθεση που συντάραξε την τοπική κοινωνία απέκτησε οριστική δικαστική κατάληξη. Με την υπ’ αριθ. 1066/4-8-2025 απόφαση το Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε στο σύνολό της την αίτηση αναίρεσης που είχε καταθέσει 61χρονος καθηγητής θετικών επιστημών, επικυρώνοντας την εφετειακή κρίση για κατάχρηση ανηλίκου κατ’ εξακολούθηση και διατηρώντας την ποινή φυλάκισης 33 μηνών με αναστολή 3 ετών.
Η καταγγελία αναδύθηκε στην επιφάνεια την άνοιξη του 2022 όταν η ανήλικη, τότε μαθήτρια, εκμυστηρεύτηκε σε εκπαιδευτικούς ότι είχε υποστεί επανειλημμένες χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα από τον καθηγητή που της παρέδιδε ιδιαίτερα στην οικία της. Η περιγραφή της ανήλικης, συνοδευόμενη από ειδική υποστήριξη, κατέγραψε ότι ο εκπαιδευτικός ζητούσε οι γονείς να απουσιάζουν από τον χώρο των μαθημάτων και προέβαινε σε αγγίγματα στο στήθος και ανάμεσα στα πόδια της, επιχειρώντας επαφή με τα γεννητικά της όργανα και τραβώντας την για να καθίσει πάνω του. Τα περιστατικά τοποθετήθηκαν χρονικά στην περίοδο 2018–2020. Οι παραδοχές αυτές αποτέλεσαν τον σκελετό της εφετειακής απόφασης, την οποία έλεγξε αναιρετικά ο Άρειος Πάγος.
Τι έκρινε το Εφετείο και πώς θεμελιώθηκε η ενοχή
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την υπ’ αριθ. 62/2024 απόφασή του, αναγνώρισε την ενοχή του κατηγορουμένου και επέβαλε ποινή φυλάκισης 33 μηνών με τριετή αναστολή. Η κρίση στήριξε τον πυρήνα της στην χωρίς αντιφάσεις και συνεκτική κατάθεση της ανήλικης ενώπιον ειδικού, στις παρατηρήσεις εκπαιδευτικών για τη μεταβολή της συμπεριφοράς της, καθώς και σε πλέγμα επιστημονικών γνωματεύσεων από ψυχολόγους και παιδοψυχίατρο που επιβεβαίωναν γενετήσια προσβολή και ψυχική επιβάρυνση.
Η αναιρετική προσβολή και οι κεντρικοί λόγοι
Στην αίτηση αναίρεσης ο 61χρονος προέβαλε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 342 παρ. 2 ΠΚ, καθώς και απόλυτη ακυρότητα λόγω αξιοποίησης προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης χωρίς διορισμό τακτικού πραγματογνώμονα. Αμφισβήτησε επίσης την αποδεικτική αξία ηλεκτρονικών επικοινωνιών που εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας.
Ο Άρειος Πάγος εξέτασε έναν προς έναν τους ισχυρισμούς, τοποθέτησε το νομικό πλαίσιο και κατέληξε ότι οι αιτιάσεις δεν πλήττουν παραδεκτώς το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης.
Η αρχή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
Το ανώτατο δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αιτιολογία είναι επαρκής όταν αναφέρονται με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, γίνεται κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα και η συνολική συλλογιστική είναι λογικά συνεκτική. Δεν απαιτείται να εξειδικεύεται για κάθε παραδοχή από ποιο ακριβώς αποδεικτικό μέσο προήλθε.
Στην κρινόμενη περίπτωση, το εφετείο διατύπωσε πλήρες αποδεικτικό πορισματικό σκεπτικό που κάλυψε τις επιταγές του άρθρου 93 παρ. 3 Σ και των άρθρων 139, 177 ΚΠΔ, επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίφθηκε.
Η αποτίμηση των επιστημονικών γνωματεύσεων
Ιδιαίτερο βάρος απέδωσε ο Άρειος Πάγος στο πλέγμα ψυχολογικών και παιδοψυχιατρικών διαγνώσεων που επιβεβαίωναν την ακρίβεια των ισχυρισμών της ανήλικης. Τόνισε ότι η προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη, λόγω της φύσης της, διενεργείται με ταχύτητα και δεν πάσχει από ακυρότητα μόνο και μόνο επειδή δεν ακολούθησε τακτική πραγματογνωμοσύνη. Τα πορίσματά της εκτιμώνται ελευθέρως υπό την αρχή της ηθικής απόδειξης. Ως εκ τούτου ο αντίθετος ισχυρισμός περί απόλυτης ακυρότητας δεν ευδοκίμησε.
Παράλληλα, η απόφαση είναι απολύτως σαφής ότι οι γνωματεύσεις των ειδικών που στήριξαν τον κατηγορητήριο ισχυρισμό κρίθηκαν επιστημονικά άρτιες, ενώ η ψυχιατρική έκθεση που προσκομίστηκε από την υπεράσπιση δεν στάθηκε πειστική, καθώς η συντάκτριά της δεν είχε εξετάσει η ίδια το παιδί και μεγάλο μέρος του κειμένου της αναλώθηκε στην αντίκρουση των προηγούμενων πορισμάτων.
Το γράμμα του νόμου και ο ορισμός της αξιόποινης πράξης
Το δικαστήριο επανέλαβε το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 342 παρ. 2 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4855/2021, επισημαίνοντας ότι τιμωρείται ο ενήλικος που απευθύνει σε ανήλικο χειρονομίες ή προτάσεις γενετήσιου χαρακτήρα όταν ο ανήλικος του έχει εμπιστευθεί για επίβλεψη ή φύλαξη.
Πρόκειται για σύγχρονη τυποποίηση που αντιστοιχεί στην προϊσχύσασα προσβολή της αιδούς ανηλίκου, με έμφαση στην ανισότητα ισχύος και την σχέση εμπιστοσύνης.
Η συνεκτίμηση των επικοινωνιών και η συνοχή του αποδεικτικού υλικού
Στο σκέλος των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι το εφετείο τα συνεκτίμησε στο ευρύτερο αποδεικτικό παζλ, χωρίς να ανατρέπεται το συνολικό πορισματικό συμπέρασμα.
Χαρακτήρισε τις μαρτυρίες υπεράσπισης αντιφατικές και γενικόλογες που δεν γέννησαν αμφιβολίες ικανές να οδηγήσουν σε αθώωση. Η κρίση αυτή ερείδεται στην αρχή της ελεύθερης εκτίμησης και δεν προσφέρεται για αναιρετική αναψηλάφηση.
Η κρίσιμη αξιολόγηση της κατάθεσης της ανήλικης
Η ανήλικη περιέγραψε με λεπτομέρειες τα περιστατικά παρουσία παιδοψυχολόγου. Η ακρίβεια και ειλικρίνεια των λεγομένων της επιβεβαιώθηκαν από προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη ψυχολόγου, μεταγενέστερη γνωμάτευση άλλης ψυχολόγου και ιατρική γνωμάτευση παιδοψυχιάτρου. Η αλληλουχία αυτών των τεκμηρίων ερμηνεύτηκε ως στέρεη ένδειξη βιωμένης εμπειρίας και όχι ως σύμπτωμα δευτερογενών επιρροών.
Τα ελαφρυντικά που προβλήθηκαν και γιατί δεν έγιναν δεκτά
Ο κατηγορούμενος ζήτησε την αναγνώριση των ελαφρυντικών του πρότερου σύννομου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς. Η απόφαση αναπτύσσει τη νομολογιακή γραμμή για το περιεχόμενο των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, διευκρινίζοντας ότι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με την απλή απουσία ποινικών περιπετειών και ότι η καλή συμπεριφορά πρέπει να είναι θετική, διακριτή και για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, ώστε να υπηρετεί την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την επισκόπηση των πρακτικών, οι ισχυρισμοί προβλήθηκαν μεν παραδεκτά, όμως η αιτιολόγηση της απόρριψης κρίθηκε επαρκής και σύμφωνη με το δίκαιο.
Η σημασία της απόφασης για την εκπαιδευτική κοινότητα και την έννομη τάξη
Η κρίση του Αρείου Πάγου λειτουργεί ως σαφές μήνυμα ότι οι επανειλημμένες χειρονομίες και προτάσεις γενετήσιου χαρακτήρα προς ανήλικο, όταν εκδηλώνονται σε συνθήκες εμπιστοσύνης και επίβλεψης, αποτελούν σοβαρή εγκληματική προσβολή. Η απόφαση ενθαρρύνει την έγκαιρη αναφορά περιστατικών από μαθητές και εκπαιδευτικούς, αναγνωρίζει την καίρια συμβολή των επιστημονικών γνωματεύσεων όταν πληρούνται μεθοδολογικές προϋποθέσεις και αποτυπώνει ότι η αναιρετική λειτουργία δεν ανασκαλεύει την ουσιαστική στάθμιση των αποδείξεων όταν η αιτιολογία είναι πλήρης. Με αυτό το σκεπτικό, η καταδίκη του 61χρονου καθίσταται αμετάκλητη και η ποινή φυλάκισης 33 μηνών με τριετή αναστολή παραμένει σε ισχύ.
Πέρα από την αυτονόητη δικαίωση του θύματος, η υπ’ αριθ. 1066/2025 απόφαση συστηματοποιεί κρίσιμες έννοιες του ποινικού δικαίου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας σε βάρος ανηλίκων και θωρακίζει τη νομολογία για την αποδεικτική δύναμη της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, όταν αυτή εντάσσεται σε ευρύτερο αποδεικτικό πλέγμα. Σε μια εποχή που η εκπαιδευτική σχέση απαιτεί απόλυτη εμπιστοσύνη, το μήνυμα είναι καθαρό. Οι θεσμοί θα παρεμβαίνουν αποφασιστικά και τελεσίδικα για την προστασία της αξιοπρέπειας των παιδιών.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Σπύρος Σαλαμαστράκης για την υποστήριξη της κατηγορίας.
Αμετάκλητη η καταδίκη 61χρονου καθηγητή για κατάχρηση ανηλίκου κατ’ εξακολούθηση















