• Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επικλήσεις περί απάτης δεν συγκροτούν αυτοτελή αδικοπρακτική ευθύνη και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα
Δικαστική διαμάχη που αφορούσε στη λειτουργία γνωστού εστιατορίου στην πόλη της Ρόδου οδηγήθηκε σε κρίσιμο αποτέλεσμα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου απέρριψε την αγωγή που είχε ασκήσει ο εμφανιζόμενος εταίρος κατά προσώπου που φερόταν ως «αφανής» συνεταίρος και διαχειριστής σε πραγματικό επίπεδο. Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση και συνοδεύτηκε από συμψηφισμό δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.
Το σχήμα της επιχείρησης και το ιστορικό της συνεργασίας
Σύμφωνα με τα κατατεθέντα, το επιχειρηματικό εγχείρημα οργανώθηκε το 2018 μέσω μονοπρόσωπης εταιρείας με αντικείμενο την εκμετάλλευση καταστήματος εστίασης. Τυπικά εμφανιζόταν ένας εταίρος, ωστόσο στην πράξη συνεργάστηκαν τρία πρόσωπα με άτυπη συμφωνία συμμετοχής στα κέρδη και στις ζημίες. Ο εμφανής εταίρος είχε την τεχνογνωσία για οργάνωση επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος, δεύτερο πρόσωπο είχε επαγγελματικό ρόλο στην κουζίνα και τρίτο πρόσωπο, χωρίς εξειδίκευση στο αντικείμενο, ανέλαβε την κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου και τη διαχείριση του ταμείου. Η λειτουργία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2019.
Κατά τα εκτεθέντα, ως τα τέλη της τουριστικής περιόδου του 2019 δεν διανεμήθηκαν κέρδη και τέθηκαν ζητήματα ζημιών, βεβαιωμένων οφειλών προς φορολογικές και ασφαλιστικές αρχές, απαιτήσεων από κατασκευαστικές εργασίες και γνησιότητας παραστατικών.
Η πλευρά του εμφανιζόμενου εταίρου ανέφερε ακόμη ίδρυση νέας εταιρείας με έδρα στον ίδιο χώρο και χρήση του διακριτικού τίτλου του καταστήματος, καθώς και θέμα παραστατικού επιστροφής εξοπλισμού. Τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν τον καμβά επί του οποίου στηρίχθηκε η αγωγή για αδικοπραξία και ηθική βλάβη.
Το αντικείμενο της αγωγής και τα αιτήματα
Με την αγωγή επιδιώχθηκε η καταβολή ποσών που είχαν βεβαιωθεί σε φορολογικές και ασφαλιστικές αρχες, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Συγκεκριμένα ζητήθηκαν 44.184,18 ευρώ για τη φορολογική αρχή, 62.241,39 ευρώ για τον ασφαλιστικό φορέα και 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη, μαζί με αιτήματα προσωρινής εκτελεστότητας και προσωπικής κράτησης του εναγομένου.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών
Για τον ενάγοντα κατατέθηκαν προτάσεις από τον δικηγόρο κ. Σάββα Λυριστή. Για τον εναγόμενο κατατέθηκαν προτάσεις από τον δικηγόρο κ. Κωνσταντίνο Ταμπάκη.
Η διάκριση ανάμεσα σε αστική και ποινική απάτη
Στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο παραπέμπει στη θεωρία και στη νομολογία για να υπογραμμίσει ότι στην ακύρωση λόγω απάτης δεν απαιτείται σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους, σε αντίθεση με το άρθρο 386 ΠΚ που προϋποθέτει τέτοιο σκοπό για τη θεμελίωση ποινικής απάτης.
Η απάτη μπορεί να προσλάβει αδικοπρακτικό χαρακτήρα μόνον όταν παραβιάζει προστατευτικό ποινικό νόμο και συνδέεται με προσβολή έννομου συμφέροντος του αντισυμβαλλομένου.
Κατά την ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ο ενάγων απέδωσε στον εναγόμενο τον πραγματικό έλεγχο της διαχείρισης και την κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου, συνδέοντας την ύπαρξη χρεών προς φορολογικές και ασφαλιστικές αρχές με κακή διαχείριση. Περιέγραψε ακολούθως γεγονότα που αφορούσαν απαιτήσεις από κατασκευαστικές εργασίες, μη διανομή κερδών και αποχώρηση από τη συνεργασία, ζητώντας αποζημίωση και ηθική βλάβη.
Στο σκεπτικό επισημαίνεται ότι οι επικλήσεις παραβίασης υποχρεώσεων που απορρέουν από εσωτερική σχέση συνεργασίας ή από συμφωνίες αναγνώρισης υποχρεώσεων εντάσσονται στο πεδίο της συμβατικής ευθύνης και δεν συνιστούν αυτοτελώς αδικοπραξία.
Υπογραμμίζεται επίσης ότι δεν προβάλλεται κτήση παράνομου περιουσιακού οφέλους ώστε να συνδεθεί η επίκληση απάτης με ποινική διάσταση και να θεμελιωθεί ευθύνη κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Ως προς το άρθρο 919 ΑΚ, σημειώνεται ότι δεν εκτέθηκε πρόθεση επαγωγής ζημίας αντίθετη προς τα χρηστά ήθη αλλά πρόκληση δικαιοπρακτικής βούλησης, με συνέπεια τον χαρακτηρισμό των σχετικών ισχυρισμών ως νομικά αβάσιμων.
Το Δικαστήριο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων απέρριψε την αγωγή. Παράλληλα, διέταξε τον συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων λόγω της ιδιαίτερης ερμηνευτικής δυσχέρειας των εφαρμοστέων διατάξεων.
Με την παρούσα κρίση αποκλείστηκε η θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης υπό τις προβληθείσες νομικές βάσεις και τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Η αντιπαράθεση για τυχόν λογαριασμούς, χρέη και υποχρεώσεις που ανάγονται στην εσωτερική συνεργασία και στις μεταξύ των μερών συμφωνίες παραμένει ζήτημα που εμπίπτει στις συμβατικές σχέσεις, όπως προκύπτει από τον διαχωρισμό που κάνει το σκεπτικό μεταξύ ακύρωσης λόγω απάτης και αδικοπραξίας.















