Ειδήσεις

Πόσο άλλαξε ο Πολιτισμός στην κρίση

Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές πέντε κορυφαίων οργανισμών «χαρτογραφούν» το τοπίο στον χώρο. Είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν, αναδεικνύουν ενδιαφέροντα επιμέρους ζητήματα που συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο

Δέκα, σχεδόν, χρόνια μετά το ξέσπασμα της σφοδρής κρίσης που επηρέασε τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα, πόσο άλλαξε στ’ αλήθεια ο Πολιτισμός έτσι όπως εκφράζεται από τους μεγάλους οργανισμούς; Μια πρώτη απόπειρα να απαντήσει κανείς στο ερώτημα οδηγεί σε μια σειρά διαπιστώσεις. Κατ’ αρχάς, στο γεγονός ότι παρά τις δυσκολίες και τις σοβαρές περικοπές στις επιχορηγήσεις οι μεγάλοι φορείς όχι μόνο άντεξαν αλλά το τελευταίο, κυρίως, διάστημα μας εκπλήσσουν ευχάριστα δημιουργώντας συνθήκες ευφορίας
.
  Στο πλαίσιο αυτό, «Το Βήμα» απευθύνθηκε στους καλλιτεχνικούς διευθυντές πέντε κορυφαίων οργανισμών: στον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο (Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου), στον Γιώργο Κουμεντάκη (Εθνική Λυρική Σκηνή), στον Στάθη Λιβαθινό (Εθνικό Θέατρο), στον Μίλτο Λογιάδη (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) και στον Νίκο Διαμαντή (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά) θέτοντάς τους μια σειρά ερωτήματα που «χαρτογραφούν» το τοπίο.

Μπορεί, άραγε, ο Πολιτισμός να δώσει ένα μήνυμα εξόδου από την κρίση; Σε τι βαθμό και σε ποια κατεύθυνση επηρέασε ως τώρα η κρίση τους μεγάλους οργανισμούς; Η ανάγκη συνεργειών/συνεργασιών που αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια, άγνωστη εν πολλοίς προηγουμένως, είναι μια τάση παροδική ή ήρθε για να μείνει; Η μείωση της κρατικής επιχορήγησης σε τι βαθμό μπορεί να αναπληρωθεί από τις ιδιωτικές χορηγίες και πόσο εφικτό είναι το μοντέλο της αυτοχρηματοδότησης; Το κοινό έχει διαφοροποιηθεί τα τελευταία χρόνια; Σε τι βαθμό οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι από την προσέλευση στις εκδηλώσεις τους; Ποια είναι, τέλος, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο καθένας;

Είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν στις εκτιμήσεις τους, οι απαντήσεις αναδεικνύουν ενδιαφέροντα επιμέρους ζητήματα που εμπλουτίζουν αναμφίβολα τον δημόσιο διάλογο.

Νίκος Διαμαντής – Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

«Το κοινό έχει διαφοροποιηθεί ριζικά»

«Το μεγάλο κέρδος που αποφέρει αυτή η παγκόσμια κρίση είναι η μετατόπιση της καλλιτεχνικής δημιουργίας από την υψηλού επιπέδου και επιβράβευση κατ’ αντιστοιχία της αριστείας όπου κι αν βρίσκεται, στο πεδίο της υψηλού επιπέδου συμμετοχικότητας, στην επαναδιαμόρφωση ενός καινούργιου συμμετοχικού ουμανισμού» λέει ο Νίκος Διαμαντής.

Θεωρεί ότι η ανάδειξη αξιοκρατικών στοιχείων στον χώρο της δημιουργίας είναι πλέον σαφής κατεύθυνση. Η δεξαμενή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στους μεγάλους πολιτιστικούς οργανισμούς – συνεχίζει – οφείλει να αφουγκράζεται είτε με συνεργασίες, είτε με προγράμματα κοινωνικής επαναδιαπραγμάτευσης, την ταυτότητα ενός νέου ανθρώπου, ενός πληγωμένου ανθρώπου ο οποίος κοινωνικά ανίσχυρος προσπαθεί να πορευθεί. «Πρέπει με ταχύτατους ρυθμούς να μπορείς να εκπαιδεύεις και κυρίως να αφοράς. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι μόνο θέμα συνεργασιών, είναι θέμα της συντριβής της αλαζονείας ενός καλλιτέχνη».

Πιστεύει πως προφανώς, ό,τι κατακτιέται στην τέχνη με τη βοήθεια συνεργασίας αλλά και συμμετοχικότητας δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. «Οι συνεργασίες είναι κομμάτι της αλλαγής φιλοσοφίας των δημόσιων οργανισμών» εκτιμά. «Εξίσου σημαντικό, για να μην πω σημαντικότερο, είναι η προσέγγιση, μέσα από διαφορετικά προγράμματα, των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων – ομάδων που είναι διαχωρισμένες είτε για εθνοτικούς, είτε για οικονομικούς, είτε για γνωσιακούς, είτε για διαφορετικούς λόγους. Ο μη αποκλεισμός και η σύγκλιση ομάδων είναι μια βαθύτερη μορφή συνεργασίας που βρίσκεται στην αρχή της φιλοσοφίας κάθε οργανισμού». Από εκεί και πέρα, το αν συνεργάζονται ή όχι μεταξύ τους είναι μια διαφορετική κουλτούρα που κατακτιέται σιγά-σιγά…

Αναφερόμενος στα οικονομικά λέει πως το γεγονός ότι το κράτος αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τέτοιου υψηλού επιπέδου δημόσιους πολιτιστικούς οργανισμούς έχει οδηγήσει το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά να στραφεί σε μια ισορροπία ανάμεσα σε κοινωνικά προγράμματα όπως τα ΕΣΠΑ, σε χορηγίες από οργανισμούς αλλά και σε ιδιώτες οι οποίοι επενδύουν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στο Δημοτικό Θέατρο. «Εφαρμόζουμε ένα μοντέλο οικονομικού ανορθολογισμού μέσα από το οποίο το 1/3 περίπου του προϋπολογισμού μας προέρχεται από τα έσοδά μας και τα υπόλοιπα 2/3 από συμβάσεις που έχουμε με πολλούς και διαφορετικούς φορείς του Δημοσίου. Θεωρώ ότι το μοντέλο της αυτοχρηματοδότησης δυστυχώς ή ευτυχώς είναι ένα μοντέλο όπου μοιραία κατευθυνόμαστε προς αυτό. Η έννοια του κράτους ως μαικήνα απέναντι στην τέχνη είναι ένα πράγμα που έχει τελειώσει προ πολλού».

Εκτιμά ότι το κοινό έχει διαφοροποιηθεί ριζικά. «Δεν είναι πλέον το αθώο κοινό, που ήταν παγιδευμένο σε έναν εγωτικό μικροαστισμό, αλλά είναι ένα υποψιασμένο κοινό το οποίο λειτουργεί με τον στοιχειώδη όρο. Αυτή τη στιγμή πορεύεται έχοντας στον νου του, για πρώτη φορά από την εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας, τα χρειώδη της ζωής». Αυτή είναι μια βαθιά εξέταση των προτεραιοτήτων και ως τέτοια δημιουργεί ένα καινούργιο κοινό σε πολλά επίπεδα. Οχι μόνο σε επίπεδο συμμετοχής αλλά και στον τρόπο με τον οποίο συμμετέχει.

Αναφερόμενος στο θέμα της προσέλευσης λέει ότι παρατηρείται μια αύξηση όχι μόνο ποσοτική. «Αυτό που με ευχαριστεί περισσότερο είναι η διεισδυτικότητα σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους» σχολιάζει. «Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά προσπαθεί με καθαρό και διακριτό τρόπο, έχοντας ως φιλοσοφία την υπομονή και την επιμονή, τη δυνατή, διακριτή, καθαρή φωνή, να μην είναι ένα πυροτέχνημα, το οποίο αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια» καταλήγει.

Mίλτος Λογιάδης – Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

«Οικονομικότερες διέξοδοι στις επιλογές»

«Μια κοινωνική και οικονομική κρίση, όπως αυτή που βιώνουμε, αποτελεί ευκαιρία για να ανανεωθεί ο ίδιος ο Οργανισμός, να επαναπροσδιορίσει τις αξίες και τις κατευθύνσεις του, δίνοντας ελπίδα και προοπτική στην κοινωνία την οποία υπηρετεί. Τα τελευταία χρόνια, οι πολιτιστικοί οργανισμοί μέσα στην κρίση διαμόρφωσαν μια ισχυρή δυναμική, η οποία μπορεί να αποτελέσει ένα μήνυμα εξόδου, καθιστώντας την Ελλάδα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης» σχολιάζει ο Μίλτος Λογιάδης.

Συνεχίζοντας λέει ότι είναι φυσικό μια τόσο σοβαρή οικονομική κρίση να προκαλέσει τριγμούς στους πολιτιστικούς φορείς οι οποίοι βλέπουν την επιχορήγησή τους να μειώνεται ως και να μηδενίζεται. «Κάτι τέτοιο επηρεάζει αναπόφευκτα τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό και ποσοτικά, όσον αφορά τον αριθμό των εκδηλώσεων, αλλά, δυστυχώς και ποιοτικά, με την πραγματοποίηση περισσότερων “εμπορικών εκδηλώσεων από το συνηθισμένο.

Βέβαια, το δυσμενές αυτό περιβάλλον μπορεί να λειτουργήσει και ως πρόκληση για ανανεωτικές και ριζοσπαστικές αλλαγές. Δεν παύει όμως να αποτελεί πονοκέφαλο για τις διοικήσεις που καλούνται να υπηρετήσουν τον οργανισμό σε περίοδο κρίσης». Αναφερόμενος στο θέμα των συνεργασιών, θεωρεί ότι πρόκειται για τις «θετικές παραμέτρους» της κρίσης. Τέτοιες διαδικασίες, λέει, ήταν ζητούμενο, ιδιαίτερα στη χώρα μας, τα προηγούμενα χρόνια.

Ωστόσο «η οικονομική ευμάρεια της προ κρίσης περιόδου δεν βοήθησε στο να φανεί η σημασία τέτοιου τύπου συνεργασιών. Σήμερα όμως θεωρούνται αυτονόητες, παρ’ όλο που υπάρχει ακόμη περιθώριο διεύρυνσής τους. Πιστεύω πάντως και ελπίζω αυτή η τάση να μην αποτελεί παροδικό φαινόμενο…». Ενδεικτικά αναφέρει τις συνεργασίες του Μεγάρου με φορείς όπως η ΚΟΑ, η ΕΡΤ, το Ελληνικό Φεστιβάλ μέσω των οποίων ελαχιστοποιείται η δαπάνη των παραγωγών, ενώ βελτιώνονται η ποιότητα αλλά και η προβολή προς τα έξω.

Τα τελευταία χρόνια, λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου, παρατηρούμε διεθνώς μείωση των κρατικών κονδυλίων για τον πολιτισμό. Ετσι, οι οργανισμοί στρέφονται στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων εξασφάλισης οικονομικών πόρων. Κατά τη γνώμη του όμως «αυτό δυστυχώς συμβαίνει λόγω της ασφυξίας που δημιουργείται από ακραίους νεοφιλελεύθερους κύκλους παγκοσμίως στην προσπάθεια μείωσης της κρατικής δαπάνης για πολιτιστικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές δράσεις. Δεν είναι μια ρεαλιστική αναγκαιότητα που προκύπτει από την ανάγκη για την καλύτερη διαχείριση των κρατικών κονδυλίων, αλλά από τη συνειδητή πολιτική κατεύθυνση χειραγώγησης και ελέγχου του πολιτιστικού προϊόντος από μεγάλα, ιδιωτικά συμφέροντα».

Πιστεύει ότι η κρίση σαφώς επηρέασε (και) το κοινό που παρακολουθεί πολιτιστικές εκδηλώσεις. «Η οικονομική ανάγκη οδηγεί ίσως κάποιους ανθρώπους να επιλέγουν οικονομικότερες διεξόδους στις πολιτιστικές τους επιλογές» σχολιάζει αναγνωρίζοντας πως ο πολιτισμός αποτελεί στήριγμα στη δύσκολη καθημερινότητα. Λέει πως, παρότι η κατάσταση επηρέασε την προσέλευση του κοινού, στον ενάμιση χρόνο που βρίσκεται στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Μεγάρου έχει παρατηρηθεί βελτίωση στην επισκεψιμότητα των παραστάσεων, ιδιαίτερα τον Δεκέμβριο του 2017.

«Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι, στη δύσκολη οικονομική συγκυρία και με την ετήσια επιχορήγηση να υπολείπεται των λειτουργικών αναγκών του ΟΜΜΑ, να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε το υψηλό επίπεδο των παραγωγών μας, ενώ ταυτόχρονα να είμαστε σε μια συνεχή διαδικασία επαναπροσδιορισμού και ανανέωσης, με απώτερο σκοπό και την προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων θεατών» καταλήγει.

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος – Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου

«Η έλλειψη ασφάλειας ταρακούνησε τους πάντες»

«Δεν νομίζω ότι η παρουσία των μεγάλων οργανισμών που όντως εκπέμπουν αισιοδοξία και έχουν αλλάξει τον πολιτιστικό χάρτη της πρωτεύουσας δίνει ακριβώς μήνυμα εξόδου από την κρίση. Σίγουρα υπάρχουν δυνάμεις που μέσα σε αυτή την κατάσταση καταφέρνουν να είναι δημιουργικές. Και νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις. Από εκεί πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να αντλήσουμε αισιοδοξία για το μέλλον μας και όχι μόνο από τους μεγάλους πολιτιστικούς οργανισμούς, μέσα σε αυτούς και το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, όσο καλή δουλειά κι αν κάνουν» λέει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος.

Μιλώντας για τους κρατικούς οργανισμούς, συνεχίζει, είναι γνωστό ότι από την αρχή της κρίσης άρχισαν οι περικοπές «και μάλιστα μεγαλύτερες απ’ ό,τι σε άλλου είδους οργανισμούς, δεδομένου ότι η τέχνη θεωρείται είδος πολυτελείας». Ο ίδιος πιστεύει ότι η τέχνη στηρίζει ψυχολογικά τους ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες πίεσης. «Για παράδειγμα, στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου δημιουργήθηκε θέατρο, αυτό που γνωρίζουμε, ως μέρος της ψυχολογικής υποστήριξης των ασθενών, και βέβαια όχι μόνο. Οι δημόσιοι οργανισμοί κλήθηκαν λοιπόν να προσαρμοστούν σε αυτές τις νέες οικονομικές συνθήκες.

Αυτό έχει τα αρνητικά και τα θετικά του: η αγωνία των εσόδων από τα εισιτήρια οδηγεί σε πιο συντηρητικές επιλογές, γιατί οι πιο τολμηρές έχουν μεγαλύτερο ρίσκο. Επειτα η τέχνη, ως γνωστόν, δεν γίνεται με τα χρήματα, αλλά, κακά τα ψέματα, χρειάζονται και αυτά. Και δεν υπάρχουν. Το θετικό είναι ότι η έλλειψη ασφάλειας και σιγουριάς ταρακούνησε τους πάντες, και όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά και στο οικονομικό επίπεδο: αναζήτηση πόρων από χορηγίες, ΕΣΠΑ, συμπράξεις με άλλους φορείς, μεγαλύτερη εξωστρέφεια».

Αναφερόμενος γενικότερα στα οικονομικά και εστιάζοντας στο Φεστιβάλ λέει ότι «και με την κρατική χρηματοδότηση και μέσα από τις συμπαραγωγές και με εξεύρεση χορηγιών και φυσικά με προσεκτική οικονομική διαχείριση είμαστε σε θέση να πραγματοποιούμε το καλλιτεχνικό μας πρόγραμμα. Το Φεστιβάλ έφτασε να έχει πλεόνασμα τον προηγούμενο χρόνο, κάτι σπάνιο στην ιστορία του, χωρίς εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό έργο.

Ωστόσο, το να στοχεύουμε στην αυτοχρηματοδότηση θα μπορούσε να είναι πολύ επικίνδυνο ως προς τη διασφάλιση ενός καλλιτεχνικού προγράμματος τολμηρού και ανεξάρτητου, που δεν θα πνίγεται από την αγωνία του ταμείου. Οι μεγάλοι ιδιωτικοί πολιτιστικοί οργανισμοί έχουν πίσω τους ανθηρά ιδρύματα. Οι κρατικοί οργανισμοί είναι εξαρτημένοι από ένα κράτος που στην παρούσα φάση έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες».

Θεωρεί ότι το κοινό δεν διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά, έγινε όμως πιο επιλεκτικό. Προσπαθεί να ενημερώνεται προσεκτικά, καθώς δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να σπαταλά άσκοπα τα μετρημένα χρήματά του. «Ευτυχώς, οι πολιτικές εισιτηρίων που έχουν καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια για διάφορες ομάδες κοινού δεν αφήνουν το κοινό να συρρικνωθεί».

Λέει ότι, παρά την οικονομική δυσπραγία, την τελευταία διετία το Φεστιβάλ έχει διατηρήσει σταθερό το κοινό του και μέσα από τις εκδηλώσεις του Ανοίγματος στην Πόλη προσπαθεί να το διευρύνει. Αναφέρεται και στη δουλειά που γίνεται στην Αργολίδα και στοχεύει στην ανάπτυξη κοινού σε σχέση με το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για το Φεστιβάλ;

«Με την πληθωρική παρουσία τα τελευταία χρόνια της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Φεστιβάλ δεν μπορεί να επαναπαύεται, αλλά αντίθετα να ενισχύει τον χαρακτήρα του, όχι μόνο στην Πειραιώς 260 ή στις εκδηλώσεις του Ανοίγματος στην Πόλη αλλά και στους εμβληματικούς χώρους που αποτελούν το συγκριτικό μας πλεονέκτημα» λέει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. «Μεγάλη πρόκληση είναι ακόμη το να προσπαθείς να λειτουργείς με την ελευθερία του ιδιωτικού τομέα μέσα σε συνθήκες Δημοσίου και μνημονιακών δεσμεύσεων».

Στάθης Λιβαθινός – Εθνικό Θέατρο

«Ακόμη και κάτι ευχάριστο φαίνεται πολυτέλεια»

«Η έξοδος από την κρίση είναι πολιτικός όρος και ένα θέατρο, ακόμη κι αν είναι Εθνικό, δεν μπορεί να “συνεννοηθεί” εύκολα με πολιτικούς όρους. Και αν τελείωνε σήμερα η οικονομική κρίση, το θέατρο θα είχε πολλά να πει. Η ανθρώπινη ηθική και η ανθρώπινη ευαισθησία βρίσκονται πάντα σε κρίση. Ομως αυτή η τόσο σοβαρή για τον τόπο οικονομική κρίση έφερε στο θέατρο και τα καλά της. Εμείς στο Εθνικό Θέατρο εφαρμόσαμε νέα τιμολογιακή πολιτική, νέες χαμηλές τιμές στα εισιτήρια των σκηνών μας, και αυτό βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό» λέει ο Στάθης Λιβαθινός. Πιστεύει ότι είναι νωρίς ακόμη για απολογισμούς. «Η κρίση δημιούργησε ένα δυσάρεστο νεφελώδες τοπίο, μια σκοτεινή ατμόσφαιρα όπου ακόμη και κάτι ευχάριστο φαίνεται σαν πολυτέλεια. Τελικά η ψυχραιμία αναδεικνύεται πλέον σε αξία νούμερο ένα. Θεωρώ ότι διαθέτω αρκετή».

Αναφερόμενος στις συνεργασίες λέει ότι δεν γνωρίζει αν αυτή η τάση θα μείνει ή όχι. «Στο Εθνικό Θέατρο ξεκινήσαμε το 2015 που ανέλαβα με πολλές συνεργασίες και θα προχωρήσουμε κάνοντας όλο και περισσότερες» λέει θυμίζοντας τις πλέον χαρακτηριστικές (ΚΘΒΕ, ΘΟΚ, ΕΛΣ, Κέντρο Δελφών, Θέατρο Βαχτάνγκοφ κ.ά.). «Η συνεργασία είναι πάντα ένα πολύ ωραίο μήνυμα για την ελληνική κοινωνία και οφείλουμε ως Εθνικό Θέατρο να δίνουμε αυτό το μήνυμα. Παρ’ όλα αυτά, ας μην ξεχνάμε ότι μια συνεργασία δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το μέσο να πάρει αξία ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό σχέδιο. Πρέπει να επισημάνω ότι οι κρατικοί οργανισμοί είναι δυσκίνητοι και κάθε συνεργασία γίνεται με προσωπικό τίμημα, πολλές θυσίες στο ξεπέρασμα εμποδίων. Επιθυμητό παραμένει ένα ενδιαφέρον, ασυνήθιστο και πρωτοπόρο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα».

Ο Στάθης Λιβαθινός επισημαίνει ότι σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο τα ΔΣ των μεγάλων οργανισμών φροντίζουν για την εξασφάλιση πόρων μέσω χορηγιών. «Είναι μια αναπόφευκτη τακτική που εξασφαλίζει επιπλέον πόρους για να μπορεί ένας καλλιτεχνικός οργανισμός, όπως το Εθνικό Θέατρο, να είναι ανταγωνιστικός. Η επένδυση στον πολιτισμό είναι μια πράξη με σπουδαίο αντίκρισμα. Το Εθνικό Θέατρο δέχτηκε και δέχεται χορηγίες και δωρεές από υψηλού κύρους οργανισμούς που τιμούμε και μας τιμούν» συνεχίζει προσθέτοντας ότι, με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκαν υποδομές, εκπαιδευτικά προγράμματα αλλά και στηρίχθηκαν παραγωγές.

Ξεκαθαρίζει όμως ότι καμία χορηγία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επένδυση του κράτους, που είναι η επιχορήγηση. «Η κατά πολύ μειωμένη επιχορήγηση – σε σχέση με το παρελθόν – που παίρνει σήμερα το Εθνικό Θέατρο μετά βίας αρκεί για να καλύψει τα πάγια έξοδα και τη μισθοδοσία εργαζομένων και ηθοποιών. Δεν δημιουργεί προϋποθέσεις ιδανικές για να εκπληρωθούν όσα θα έπρεπε να εκπληρωθούν».

Λέει ότι το κοινό είναι κάτι που αλλάζει. «Κάθε φορά που συμβαίνει αλλαγή πορείας, αισθητικής και ρεπερτορίου σε ένα εθνικό θέατρο, το κοινό πρέπει να ξανακερδηθεί. Είναι κάπως σαν τον έρωτα. Τίποτα δεν είναι δεδομένο και αυτονόητο. Και το κυριότερο, με ενδιαφέρει το κοινό που ΔΕΝ ήρθε ακόμα στο θέατρο. Το νέο κοινό».

Δηλώνει ικανοποιημένος από την προσέλευση, αν και όχι ακόμη όσο θα ήθελε. Υπήρχαν παραστάσεις με μεγάλη πληρότητα, παραστάσεις sold out, και άλλες που δεν είχαν την αναμενόμενη απήχηση. Πολύ ευχαριστημένος δηλώνει από τις παραστάσεις της Επιδαύρου. «Για εμάς προέχει σε κάθε περίπτωση η διαπαιδαγώγηση του κοινού και φυσικά ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του θεάτρου» εξηγεί.

«Να γίνει θέατρο ρεπερτορίου, να είναι μπροστά από την εποχή του και να μην είναι Εθνικό Θέατρο της Αθήνας. Να συνεχίσει να είναι Εθνικό Θέατρο όλης της Ελλάδας, μέσα κι έξω από τα σύνορα» καταλήγει αναφερόμενος στη μεγαλύτερη πρόκληση για τον οργανισμό.

Γιώργος Κουμεντάκης {LF}Εθνική Λυρική Σκηνή

«Θέλουμε δημιουργικές σχέσεις με τους χορηγούς»

«Παρά το γεγονός ότι και ο χώρος του πολιτισμού δοκιμάζεται από την κρίση, θα πρέπει οι μεγάλοι πολιτιστικοί φορείς να είναι παραγωγικοί, εμπνευσμένοι, δημιουργικοί και να προσφέρουν έργο παραβλέποντας το γεγονός ότι διανύουμε περίοδο κρίσης και λειτουργώντας κόντρα σε αυτή. Η ουσιαστική μας αποστολή είναι να προσφέρουμε στο κοινό μια διέξοδο από τα προβλήματα και ουσιαστική ψυχική ανάταση» λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης.

Πιστεύει ότι η κρίση λειτούργησε ως οδοστρωτήρας και άλλαξε τα πάντα. «Από το ενιαίο μισθολόγιο, τους νόμους για τις προσλήψεις, τη νομοθεσία για τις προμήθειες ως τη μείωση της αγοραστικής δυνατότητας του κοινού και φυσικά την τεράστια μείωση των επιχορηγήσεων. Οι δυσκολίες είναι πολύ μεγάλες, αλλά την ίδια στιγμή η αφοσίωση των εργαζομένων, η δημιουργικότητα των καλλιτεχνών και η χαρά που λαμβάνουμε από το κοινό είναι παράγοντες που μας δίνουν δύναμη να τις αντιμετωπίσουμε».

Αναφερόμενος στις συνέργειες/συνεργασίες θεωρεί πως είναι απαραίτητες στην εποχή μας. Δεν είναι μόνο η μείωση του κόστους αλλά και η ώσμωση που προκύπτει μέσω αυτών. Αναφέρεται στο παράδειγμα της συνύπαρξης των φορέων του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος: της Λυρικής, της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της ΚΠΙΣΝ ΑΕ. «Πριν από μερικά χρόνια κάτι τέτοιο θα φάνταζε αδιανόητο. Πλέον συνιστά μια δημιουργική συνθήκη που αντί να μας περιορίζει, έρχεται να απελευθερώσει τις δυνάμεις μας. Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο μοντέλο συνεργασίας μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα για αντίστοιχες συνέργειες στον χώρο του πολιτισμού».

Λέει πως η ΕΛΣ έχει επιτύχει εφέτος τεράστια αύξηση στις χορηγικές συνεργασίες της. «Δεν ήταν εύκολο, ούτε αυτονόητο, αλλά με σύστημα και πολλή δουλειά το επιτύχαμε. Προχωράμε έτσι και αναμένουμε και περαιτέρω αύξηση την επόμενη σεζόν. Δεν το βλέπουμε ως αναγκαίο κακό, αλλά ως ουσιαστική ανάπτυξη του οργανισμού μας. Γνωρίζουμε ότι οι δυνατότητες του Ελληνικού Δημοσίου είναι πλέον πολύ περιορισμένες και εργαζόμαστε σκληρά ώστε να καλύψουμε τα κενά της χρηματοδότησής μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι χορηγοί θα υποκαταστήσουν την κρατική στήριξη. Στόχος μας είναι να θεμελιώσουμε μακροχρόνιες δημιουργικές σχέσεις με τους χορηγούς μας, οι οποίες θα ωφελούν και τις δύο πλευρές».

Εκτιμά ότι το κοινό εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να γίνει πιο επιλεκτικό και να βλέπει λιγότερα θεάματα. Ωστόσο «εμείς, ως ΕΛΣ, δεν θα πρέπει να παραπονεθούμε γιατί παρατηρούμε μια διαρκή αύξηση του κοινού, ειδικά από τη μεταστέγασή μας στο ΚΠΙΣΝ και έπειτα. Την εφετινή σεζόν καταφέραμε να γεμίσουμε τις αίθουσές μας, ακόμη και με έργα που δεν θεωρούνται ιδιαιτέρως δημοφιλή, ενώ και το πρόγραμμα της επόμενης σεζόν που ήδη ανακοινώθηκε έχει πολύ ενδιαφέρουσες παραγωγές για τις οποίες είμαστε βέβαιοι ότι το κοινό θα δείξει μεγάλο ενδιαφέρον». Ειδικά για την Εναλλακτική Σκηνή, η οποία τώρα διαμορφώνει το κοινό της, δηλώνει ότι οι περισσότερες παραγωγές πήγαν καλά εισπρακτικά, ενώ κάποιες άλλες θα μπορούσαν να είχαν πάει ακόμη καλύτερα.

«Η πρόκληση είναι να περάσουμε ουσιαστικά και με επιτυχία σε μια νέα εποχή για τον οργανισμό μας, ξεπερνώντας όλα όσα προσπαθούν να μας κρατήσουν πίσω» καταλήγει.

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου