Ειδήσεις

Γραφεία υπόσχονται μαγικές λύσεις σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά!

Τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διαπίστωση τυχόν τελέσεως του αδικήματος της απάτης κατ’ επάγγελμα προκάλεσε μήνυση δύο κατοίκων της Ρόδου κατά των εκπροσώπων εταιρείας παροχής νομικών και οικονομικών συμβουλών, που φέρονται να διαφήμιζαν λύσεις για την αντιμετώπιση προβλημάτων υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Το θέμα έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη και τον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου που αναγκάστηκε, λόγω της διάστασης που έχουν προσλάβει όμοιες καταγγελίες σε βάρος διαφόρων προσώπων, να εκδώσει σχετική ανακοίνωση…

“Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν στη Ρόδο διάφοροι δικηγόροι και µη, οι οποίοι υπόσχονται την διαγραφή των χρεών των οφειλετών προς τις Τράπεζες και γενικά την τακτοποίηση των προβληµάτων τα οποία ανακύπτουν από τα υπερχρεωµένα νοικοκυριά, υποσχόµενοι και εκεί µαγικές λύσεις, οι οποίες νοµικά δεν είναι εφικτές.

Για λόγους καθαρά σεβασµού των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται σε δεινή οικονοµική θέση λόγω οφειλών τους, θα θέλαµε να συστήσουµε την προσοχή των ενδιαφεροµένων να είναι άκρως επιφυλακτικοί σε παρόµοιες υποσχέσεις και να µην προκαταβάλλουν χρήµατα αν δεν είναι σίγουροι για το αποτέλεσµα της υπόθεσής τους. Πριν καταβάλουν οποιαδήποτε χρήµατα, ας φροντίσουν για κάποιες διασφαλίσεις”.

Tο ιστορικό της υπόθεσης, σύμφωνα με τη μήνυση έχει ως εξής:
Η πρώτη εκ των μηνυτών είναι έγγαμη, συνταξιούχος του Υπουργείου Πολιτισμού και η δεύτερη έγγαμη, άνεργη και πρώην συμβασιούχος του ίδιου Υπουργείου.
Από διαφήμιση σε τοπική εφημερίδα πληροφορήθηκαν ότι η πρώτη μηνυόμενη προσέφερε η ίδια και οι συνεργάτες της νομικές, οικονομικές, και συμβουλευτικές υπηρεσίες και ότι είχε την δυνατότητα να ρυθμίζει χρέη προς στις τράπεζες και να εκδίδει δάνεια σε δημοσίους υπαλλήλους εν ενεργεία ή συνταξιούχους ακόμα και αν είναι υπερχρεωμένοι ή έχουν δυσμενή στοιχεία στον Τειρεσία.

Στο διάστημα εκείνο διέβλεψαν ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω της γενικευμένης οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με την επαγγελματική τους κατάσταση, δεν θα ήταν σε θέση να εξυπηρετήσουν κανονικά τον τραπεζικό τους δανεισμό και σκέφτηκαν να απευθυνθούν στην μηνυόμενη.
Κανόνισαν, όπως υποστηρίζουν, συνάντηση σε κεντρικό ξενοδοχείο της Ρόδου, όπου η πρώτη μηνυόμενη συνοδευόταν από τον δεύτερο μηνυόμενο σύζυγό της, τον οποίο φέρεται να τους σύστησε, ως οικονομολόγο.

Εκεί φέρονται να ανέφεραν στους μηνυόμενους ότι επιθυμούσαν τη ρύθμιση των δανείων τους, ποσού 80.000 ευρώ για την πρώτη και 50.000 ευρώ για τη δεύτερη.
Οι μηνυόμενοι, όπως περιγράφουν, τους παρουσιάστηκαν ως ειδήμονες, με ιδιαίτερη γνώση στα τραπεζικά πράγματα και με γνωριμίες με υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών, τόσο σε τοπικό όσο και σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης.
Η λύση που τους πρότειναν, όπως αναφέρουν, ήταν η συγκέντρωση των οφειλών τους σε μια τράπεζα η οποία θα τους έδινε περίοδο χάριτος και ταυτόχρονα θα εκταμίευε ένα ικανό ποσό ώστε να μπορέσουν να ορθοποδήσουν.
Ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες τους φέρεται να κανονίστηκε για τον πρώτο το ποσό των 5.500 ευρώ με προκαταβολή τα 3.500 ευρώ και για την δεύτερη το ποσό των 2.800 ευρώ με προκαταβολή 2.000 ευρώ.

Υπέγραψαν λίγο αργότερα ιδιωτικά συμφωνητικά και φέρονται να τους παρέδωσαν τις προκαταβολές.
Επιπλέον η πρώτη μηνυόμενη, φέρεται να τους ζήτησε να εκδώσουν υπεύθυνες δηλώσεις και εξουσιοδοτήσεις σε συνεργάτες της δικηγόρους Αθηνών για να τους εκπροσωπήσουν στην κατάθεση αιτημάτων τους στις τράπεζες.

Οι μηνυτές υποστηρίζουν ότι συναντήθηκαν εκ νέου στο ξενοδοχείο και τους παρέδωσαν επικυρωμένα τα έγγραφα που τους ζήτησαν, ενώ οι μηνυόμενοι τους ανακοίνωσαν ότι πιθανότατα θα μετέβαιναν στην Αθήνα για να επιμεληθούν προσωπικά τις υποθέσεις τους.
Τρεις μέρες μετά, όπως ισχυρίζονται, η πρώτη των μηνυομένων επικοινώνησε με την δεύτερη των μηνυτών και αφού ενημέρωσε ότι βρίσκεται στην Αθήνα επικαλέσθηκε ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα στο αίτημά της και πως θα έπρεπε να απευθυνθεί στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ότι απαιτούνται ακόμη 1.500 ευρώ. Η δεύτερη των μηνυτών προέβη σε σχετική κατάθεση.

Στο διάστημα που ακολούθησε οι μηνυόμενοι φέρονται να τους διαβεβαίωσαν ότι σύντομα θα ήταν έτοιμες οι νέες δανειακές συμβάσεις.
Λίγο διάστημα μετά η πρώτη εκ των μηνυομένων, όπως υποστηρίζεται, ζήτησε για έξοδα τα ποσά των 1.500 και 1.700 ευρώ. Οι μηνύτριες πείστηκαν και απέστειλαν και τα ποσά αυτά.
Ενα μήνα μετά τους ενημέρωσαν σε νέα συνάντηση στη Ρόδο ότι προέκυψαν σοβαρά θέματα με τις υποθέσεις τους και ότι έπρεπε να αλλάξει το αρχικό πλάνο.

Πρότειναν στην πρώτη να συνεχιστεί η διαδικασία της συγκέντρωσης οφειλών στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ταυτόχρονα, να εκταμιευτεί ποσό 25.000 ευρώ από την ΑΤΕ. Ομοίως στην δεύτερη φέρονται να εξέθεσαν πως λόγω της ιδιότητάς της ως άνεργης δεν θα συνέχιζαν με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αλλά θα αιτούντο ποσό 25.000 ευρώ από την ΑΤΕ και ποσό 5.000 ευρώ από την Eurobank.

Για την νέα διαδικασία ζήτησαν πάλι, ποσό 4.000 ευρώ από την πρώτη και 3.700 ευρώ από την δεύτερη.
Οι μηνύτριες εκθέτουν ότι αντέδρασαν πλην όμως οι μηνυόμενοι υπερασπίστηκαν με σθένος τις πράξεις τους και έκαναν μπροστά τους τηλεφωνήματα σε συνεργάτες τους στην Αθήνα για να τις πείσουν.
Φέρονται μάλιστα να τις διαβεβαίωσαν ότι τα ποσά που εισέπραξαν, αν δεν προχωρούσε το σχέδιο, θα τους επιστρέφονταν στο ακέραιο.

Οι δύο μηνύτριες διατείνονται ότι τους έδωσαν και τα νέα ποσά, ενώ μετά από δύο μήνες άρχισαν να τους ζητούν τα χρήματά τους πίσω. Εκείνοι φέρονται να ζήτησαν πίστωση χρόνου και να τους διαβεβαίωσαν ότι θα επέστρεφαν το σύνολο των ποσών.

Επικοινώνησαν λίγες μέρες μετά με την πρώτη και, όπως περιγράφει, της είπαν ότι κατάφερναν να προχωρήσει το αίτημα που είχαν κάνει για λογαριασμό της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για δάνειο «μικροεπισκευών» ύψους 25.000 ευρώ, χωρίς εγγυητή και χωρίς εμπράγματη εξασφάλιση.
Τούτο θα πραγματοποιείτο με τη βοήθεια των συνεργατών τους από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στη συνέχεια με ενυπόθηκο δάνειο ποσού 59.000 ευρώ, θα αποπληρωνόταν οι υπόλοιπες οφειλές.
Ο δεύτερος των μηνυόμενων φέρεται να της πρότεινε να μεταβεί στην Αθήνα για τη γραφειοκρατική διεκπεραίωση της υπόθεσης και ζήτησε το ποσό των 600 ευρώ.
Έκτοτε οι μήνες κυλούσαν και παρά τις οχλήσεις τους ούτε το δάνειο της πρώτης εκταμιεύονταν, ούτε η δεύτερη κατάφερε να λάβει πίσω τα χρήματά της.

Υποστηρίζουν ότι σε κάθε επικοινωνία της δεύτερης, η πρώτη μηνυόμενη ζητούσε πίστωση χρόνου για να μην «χαλάσει η δουλειά» της πρώτης.
Λίγο διάστημα μετά η πρώτη εκ των μηνυτών φέρεται να έδωσε ακόμη 700 ευρώ στην πρώτη των μηνυομένων για να κλείσει η υπόθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ωστόσο και πάλι τίποτα δεν προχώρησε.

Οι μηνυόμενοι υποστήριζαν ότι η «συνεργάτιδα» τους δεν έκανε αυτά που έπρεπε και πως μάλλον τους εξαπάτησε και πως μόλις είχαν χρόνο θα ανέβαιναν στην Αθήνα. Ακολούθησε η υπογραφή συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου για την τακτοποίηση της υπόθεσης.
Ακολούθησε λίγο διάστημα μετά, η καταβολή ακόμη 700 ευρώ, για «έξοδα συνεργάτη» και 1.500 ευρώ για «δικαστικά έξοδα που απαιτούντο για την προσημείωση υποθήκης».

Ακολούθησε αίτημα της πρώτης των μηνυομένων για καταβολή ακόμη 1.400 ευρώ αλλά και ακόμη 2.500 ευρώ, με την δικαιολογία ότι ο δεύτερος των μηνυομένων ήταν στην Αθήνα και χρειάζονταν τα λεφτά αυτά για να τακτοποιήσει θέμα που προέκυψε με τον Τειρεσία και να εκταμιεύσει το ποσό του δανείου.
Στην πορεία και ενώ τίποτε δεν είχε προχωρήσει υποστήριξαν ότι δεν έφταιγαν αυτοί αλλά η γενικευμένη οικονομική κρίση, η Τρόικα και πως θα ήταν σε θέση να τους επιστρέψουν τα χρήματα.

Υπέγραψαν μάλιστα και ένα πρακτικό αμοιβαίων εκχωρήσεων απαιτήσεων, στο οποίο γίνεται μνεία για συνολικό ποσό 20.900 ευρώ και για τις δυο εκ των μηνυομένων γιατί, όπως ισχυρίζονται, θα υπήρχε φορολογικό πρόβλημα αν μνημονεύονταν το πραγματικό ποσό, που ήταν ύψους (κατά το χρόνο εκείνο) 25.300 ευρώ.
Λίγο διάστημα μετά η πρώτη μηνυόμενη φέρεται να τους ζήτησε ως δανεικά ποσό 2.600 ευρώ για να μπορέσει να κινηθεί νομικά εναντίον των συνεργατών της στην Αθήνα, που την κοροϊδεψαν. Λίγο διάστημα μετά ακόμη 3.000 ευρώ ως δανεικά.

Οι μηνύτριες ανέθεσαν την υπόθεση σε δικηγόρο, απέστειλαν εξώδικο στην πρώτη μηνυόμενη και εν συνεχεία έλαβαν την διαβεβαίωση ότι θα τους επέστρεφε τα χρήματα, όπως τονίζουν, μετά την πώληση ενός ακινήτου στη Χάλκη.
Πείσθηκαν και στην πορεία φέρεται να τους ζήτησε ακόμη 2.400 ευρώ για να προχωρήσει η μεταβίβαση του ακινήτου και να τους επιστρέψει τα οφειλόμενα.
Συνολικά καταγγέλλονται ότι πήραν 33.000 ευρώ και συγκεκριμένα 24.600 ευρώ από την πρώτη και 8.700 ευρώ από τη δεύτερη.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου