Ειδήσεις

Ο Δ. Γάκης επανέφερε στη Βουλή το θέμα της απόδοσης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας στο Δωδεκανησιακό Λαό

Η ομιλία του βουλευτή Δωδεκανήσου Δημήτρη Γάκη στην Ολομέλεια της Βουλής για την παραχώρηση της «Ροδιακής Έπαυλης» στο Δήμο Ρόδου, Τρίτη 06.06.17.

***

«ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΑΚΗΣ: Η κυβερνητική πρωτοβουλία και η νομοθετική ολοκλήρωσή της μέσα από τη σημερινή διαδικασία, που αποδίδει τη Ροδιακή Έπαυλη στο Δήμο Ρόδου, που προβλέπεται στο άρθρο 25 του σχεδίου νόμου και που βρίσκει την απόλυτη αποδοχή όλων των πλευρών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, είναι ένα αίτημα δεκαετιών, που, δυστυχώς, μέχρι τώρα, παρέμενε χωρίς αποδέκτη. Θα έλεγα ότι αποτελεί μία, επιτέλους, δικαίωση για το Δωδεκανησιακό λαό και ταυτόχρονα, κάπως καθυστερημένα, μια εκπλήρωση υποχρέωσης της Πολιτείας απέναντι στα Δωδεκάνησα. Κι αυτό, γιατί πίσω από αυτό που αποκαλούμε σήμερα δημόσια ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο κρύβεται μια ιστορική αλήθεια, που δεν έχει αναδειχθεί, όσο θα έπρεπε τουλάχιστον… Είναι μια ιστορική αλήθεια που, σε κάθε περίπτωση, τεκμηριώνει ότι η δημόσια ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο έχει ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς σε σχέση με την υπόλοιπη δημόσια ακίνητη περιουσία στην υπόλοιπη χώρα, ένα καθεστώς ειδικού, εθνικού, θα έλεγα, βάρους, που δεν θα πρέπει να ξεφεύγει ποτέ από την προσοχή της Πολιτείας. Ως ανάδειξη, λοιπόν, του καθεστώτος αυτού και ως χρέος τιμής σε όλες τις γενεές των Δωδεκανησίων που κράτησαν την ελληνικότητα των νησιών, όχι μόνο στα χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς, αλλά και από το 1912, που ξεκίνησε η ιταλική σκλαβιά, μέχρι την Ενσωμάτωση, αισθάνομαι την υποχρέωση να καταθέσω, έστω συνοπτικά, γεγονότα και στοιχεία που είναι καταχωρημένα και τεκμηριωμένα και βρίσκονται: Στα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, από εγκύκλιους του και αναφορές του Ελληνικού Προξενείου της Ρόδου στα επίσημα πρακτικά της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947, σε έγγραφα των ίδιων των εκπροσώπων του τότε φασιστικού κράτους της Ιταλίας, σε ιστορικά βιβλία, συγγράμματα και επιστημονικές εισηγήσεις και μελέτες.

Για τα μικρά νησιά της Δωδεκανήσου, δηλαδή τα πλην της Ρόδου και Κω, τα αποκαλούμενα στην οθωμανική περίοδο «μη δορυάλωτα», δηλαδή αυτά που υποτάχθηκαν στους Οθωμανούς χωρίς πολεμικές συγκρούσεις, ύστερα από τις πολυαίμακτες κατακτήσεις της Ρόδου και της Κω, η Δικαιοσύνη της χώρας μας επέλυσε σε αυτά τα νησιά το θέμα. Με πάγια, πλέον, νομολογία του Αρείου Πάγου έχει αμετάκλητα αναγνωριστεί, όπως, βεβαία, προηγουμένως το ίδιο έγινε και με τις Κυκλάδες, ότι στα μικρότερα αυτά νησιά δεν υπάρχει δημόσια περιουσία ως συνέχεια των Ιταλών και αυτών ως συνέχεια των Οθωμανών. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την πολιτική της Πύλης, η οθωμανική αυτοκρατορία στα μικρά αυτά νησιά, ως μη δορυάλωτα, άφησε προνόμια, περιορίστηκε στη βαριά φορολογία και ουδέποτε απέκτησε δημόσια γη. Το καθεστώς, όμως, αυτό δεν ήταν το ίδιο για τα δύο μεγάλα νησιά της Δωδεκανήσου, τη Ρόδο και την Κω, αλλά και για περιοχές της Λέρου, όπως είναι το Λακκί και ο Ξηρόκαμπος. Στα νησιά αυτά, συγκεντρώνεται η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου στα Δωδεκάνησα, δηλαδή, αυτή που κατά διαδοχή πήρε η Ελλάδα από την Ιταλία με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Η περιουσία αυτή δεν είναι άλλη από αυτή που είναι κατοχυρωμένη στα κτηματολόγια που ίδρυσαν οι Ιταλοί το 1929 στα τρία αυτά νησιά, υπέρ της λεγόμενης «ιταλικής κτήσης του Αιγαίου», όπως αποκαλούνταν τα Δωδεκάνησα από τους Ιταλούς κατακτητές. Η ακίνητη αυτή περιουσία είναι τόσο μεγάλη που σε εύρος αντιστοιχεί, όσον αφορά μόνο τη Ρόδο, στα 2/3 της σημερινής ακίνητης περιουσίας του δημοσίου σε όλη τη χώρα.

Πώς, όμως, και με ποιους τρόπους δημιουργήθηκε αυτή η γιγάντια δημόσια περιουσία; Κατ’ αρχήν, στη Ρόδο και στην Κω οι Ιταλοί βρήκαν ήδη αρκετές δημόσιες γαίες από τους Οθωμανούς. Οι Ιταλοί όμως κατακτητές, δεν αρκέστηκαν μόνο σε αυτήν την περιουσία, αφού εκφρασμένη βούλησή τους – όπως ομολογείται και από την ίδια την εισηγητική έκθεση ίδρυσης των κτηματολογίων των τριών νησιών του 1929 – ήταν να αυξήσουν την ακίνητη περιουσία του φασιστικού κράτους και αυτό έγινε μεθοδικά και συστηματικά. Στην αρχή του 1924 με ένα δασικό νόμο, το ιταλικό διάταγμα 19/1924, ονόμαζαν εγκαταλελειμμένες και αναδασωμένες ολόκληρες γεωργικές εκτάσεις για να τις υφαρπάξουν από το ελληνικό στοιχείο που τις καλλιεργούσε. Στη συνέχεια, με ψευδεπίγραφες διοικητικές διαδικασίες απαλλοτριώσεων έγιναν και άλλες υφαρπαγές χωρίς ουσιαστικές αποζημιώσεις στο πλαίσιο από τη μία πλευρά της μεγαλεπήβολης και αποικιοκρατικής πολιτικής των μεγάλων τεχνικών έργων και των εντυπωσιακών κτηρίων και από την άλλη, της ίδρυσης ιταλικών γεωργικών οικισμών με Ιταλούς εποίκους αλλά και τεράστιων στρατιωτικών έργων και υποδομών, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τη μεγάλη βάση που ίδρυσαν στη Λέρο προκειμένου να ελέγχουν όλη την Ανατολική Μεσόγειο.

Αυτά τα γεγονότα, λοιπόν, είναι καταγεγραμμένα στα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Και οι επανειλημμένες αναφορές του Ελληνικού προξενείου της Ρόδου επί Ιταλοκρατίας ήταν το αποφασιστικό στοιχείο στη βάση του οποίου οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν – και έτσι απορρίφθηκε από τις διεθνείς δυνάμεις – το αίτημά τους να τους καταβληθούν αποζημιώσεις για την περιουσία που άφησαν στα Δωδεκάνησα στο διάδοχο Ελληνικό Κράτος, σύμφωνα με τα πρακτικά των εργασιών και τους όρους της Συνθήκης των Παρισίων στις 10/02/1947 (δωδέκατο παράρτημα, νομοθετικό διάταγμα 423/1947). Και μπορεί βέβαια με το άρθρο 8 του ν.510/1947 να διατηρήθηκαν τα κτηματολόγια των Ιταλών στα τρία αυτά νησιά, αλλά η Ελληνική Πολιτεία από την αρχή αναγνώρισε ότι αυτή η περιουσία με τον έωλο τρόπο που δημιουργήθηκε και στη συνέχεια βρέθηκε στα χέρια της, έπρεπε να τύχει ειδικού θεσμικού καθεστώτος, τέτοιου δηλαδή που στοιχειωδώς να αντιστοιχεί με τις αρχές ενός κράτους δικαίου που σέβεται την ιστορία του. Έτσι επί δεκαετίες η περιουσία είχε μια απόλυτα διακριτή θεσμική οντότητα και λειτουργία σε σχέση με την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του δημοσίου στη χώρα μας.

Στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης των Δωδεκανήσων, τη διοίκηση της διαχείρισης είχε ο γενικός διοικητής Δωδεκανήσου με το νομοθετικό διάταγμα 218/1947 και το βασιλικό διάταγμα 9/15-5-1947. Το 1952, όμως, με το νόμο 2100 ιδρύθηκε ένας αυτοτελής οργανισμός, ο Οργανισμός Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο με έδρα τη Ρόδο, με συμβούλιο από εκπροσώπους τοπικών αρχών και φορέων και με καταστατικό σκοπό όλοι οι πόροι να διατίθενται αποκλειστικά σε κοινωνικά προγράμματα και έργα της Δωδεκανήσου. Από το 1955 μάλιστα, παράλληλα με τον ανωτέρω οργανισμό, εξουσία διοίκησης είχε και ο Νομάρχης Δωδεκανήσου καθώς του ανατέθηκαν για τα δημόσια κτήματα οι ίδιες αρμοδιότητες που είχε ο Γενικός Διευθυντής Δωδεκανήσου, άρθρο 27 του ν. 3200/1955. Η χούντα, όμως, το 1973 κατήργησε τον Οργανισμό Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο με το νομοθετικό διάταγμα 195/1973 και χωρίς οποιαδήποτε άλλη πρόβλεψη συνένωσε τη δημόσια ακίνητη περιουσία στα Δωδεκάνησα με όλη την περιουσία της υπόλοιπης χώρας υπό την κεντρική διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών. Ωστόσο, με την Μεταπολίτευση του 1975 η κυβέρνηση Καραμανλή με τον ίδιο νόμο που ίδρυσε την κτηματική εταιρεία του Δημοσίου, με τον ν.973/1979, διατήρησε μεν τον συγκεντρωτικό τρόπο διοίκησης της δημόσιας περιουσίας στα Δωδεκάνησα, έκανε όμως και μία εν μέρει ουσιαστική αποκατάσταση. Από τη μία δηλαδή, δεν επανάφερε τη διοίκηση σε τοπική αρχή ή φορέα. Από την άλλη, τουλάχιστον προέβλεψε ότι το 75% των πόρων από τα έσοδα της περιουσίας αυτής θα διατίθενται αποκλειστικά στα Δωδεκάνησα μέσω της Νομαρχίας Δωδεκανήσου. Δυστυχώς, όμως, και πάλι αυτό καταργήθηκε με τους πρώτους μνημονιακούς νόμους και έτσι πλέον το 75% των πόρων από τα έσοδα δεν διατίθενται πια στα Δωδεκάνησα με το άρθρο 23 του ν.3965/2011. Έτσι, η Ρόδος, η Κως και η Λέρος, για άλλη μια φορά έχασαν την περιουσία και τα οφέλη της. Ύστερα απ’ όλα αυτά, νομίζω ότι όχι μόνο νομικά και ιστορικά, αλλά ίσως και το κυριότερο, ως ηθικό χρέος τιμής στης γενεές των Δωδεκανήσιων αναδεικνύεται ότι η Ελληνική Πολιτεία οφείλει έστω αργά να αποδεχθεί ότι η διοίκηση και η διαχείριση της ακίνητης δημόσιας περιουσίας στα τρία αυτά νησιά της Δωδεκανήσου πρέπει να είναι απολύτως διακριτή και πάντοτε προς όφελος των Δωδεκανήσιων. Γι’ αυτό η απόδοση της Ροδιακής Έπαυλης στο Δήμο Ρόδου, που επί δεκαετίες είχε εγκαταστήσει εκεί κοινωνικές και πολιτιστικές δομές, κρύβει έναν βαθύ συμβολισμό και αποτελεί μία υπόσχεση τιμής και μια διεκδίκηση μέλλοντος. Είναι χρέος της πολιτείας η διοίκηση και η διαχείριση της περιουσίας των νησιών μας να επανέλθει σε τοπικό φορέα, σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές όχι μόνο της νησιωτικότητας, αλλά και της αποκεντρωμένης δομής τους κράτους».

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας στη Βουλή ο Δημήτρης Γάκης δήλωσε: «Με την υπερψήφιση σήμερα του νομοσχεδίου, γίνεται το πρώτο, αλλά καθοριστικό βήμα για την απόδοση του συνόλου της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου στη Δωδεκάνησο στην τοπική αυτοδιοίκηση, προς όφελος της τοπικής κοινωνίας. Η προσπάθεια συνεχίζεται και για τα υπόλοιπα δημόσια ακίνητα στη Ρόδο, στη Λέρο, στην Κω. Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή, να ευχαριστήσω θερμά το Ροδίτη δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου για τη συμβολή και την πολύτιμη βοήθεια του στην ιστορική και νομική τεκμηρίωση για τη δημόσια ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο».

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου