Ειδήσεις

Οι Ελληνες κάνουν «δώρο» στο κράτος 8,5 μισθούς

Πρωταθλήτρια στις άμεσες και έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις είναι η Ελλάδα με τους φόρους να πνίγουν την μεσαία τάξη και μαζί της όλες τις ελπίδες ανάπτυξης της χώρας.  Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας εργαζόμενος με μισθό 1.120 ευρώ θα καταλήξει να πληρώνει από τους 14 μισθούς που θα λάβει μέσα στη χρονιά, τους 8,5 σε φόρους, άμεσους και έμμεσους καθώς και σε ασφαλιστικές εισφορές. Πώς γίνεται αυτό; Για ένα μισθό της τάξης των 1.120 ευρώ, ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει 25.000 ευρώ τον χρόνο με τον εργαζόμενο να εισπράττει 15.680 ευρώ.  Από αυτά τα 5.610 θα καταλήξουν στο κράτος για ΕΝΦΙΑ, ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων, ΦΠΑ, τέλη κυκλοφορίας και ειδικό φόρο κατανάλωσης στον καπνό. Η απόλυτη τρέλα!

Όπως προκύπτει από την έρευνα της «Κ», όποιο και αν είναι το εισόδημα του εργαζόμενου, το δημόσιο έχει λαμβάνειν κοντά ή και πάνω από το 60% επί του ποσού που καταβάλλει ο εργοδότης. Η δε αντιαναπτυξιακή διάσταση του θέματος προκύπτει από ένα και μόνο αριθμητικό συμπέρασμα: για να μειωθεί η ανεργία από το 23-24% που είναι σήμερα στο 10% θα πρέπει να προκύψουν περίπου 650.000 καινούργιες θέσεις εργασίας. Μόνο και μόνο για να εισπράττουν αυτοί οι εργαζόμενοι 1100 ευρώ καθαρά τον μήνα, θα πρέπει να βρεθούν εργοδότες πρόθυμοι να αναλάβουν εργοδοτικό κόστος της τάξεως των 16 δις. ευρώ ετησίως δηλαδή κοντά στο 9% του ΑΕΠ.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής υπερφορολόγησης είναι ήδη ορατά στην αγορά:

Η πλήρης απασχόληση αντικαθίσταται –σε πολλές περιπτώσεις εικονικά- από τη μερική απασχόληση για να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές αλλά και η παρακράτηση φόρου

Oι συναλλαγές χωρίς απόδειξη γίνεται «κανόνας» για να μειωθεί  ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης

Τα τσιγάρα αγοράζονται στο… πεζοδρόμιο (λαθραία) αντί για το περίπτερο καθώς σε ένα πακέτο η φορολογική επιβάρυνση ξεπερνά το 80%

Οι καταναλώσεις μειώνονται κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στη στατιστική των καυσίμων. Και για το 2017, το υπουργείο Οικονομικών υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει προς τα κάτω τον εισπρακτικό στόχο από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης παρά την αύξηση που επήλθε στη φορολογικά από τις αρχές του χρόνου.

Ο κανόνας «60-40»

Ο κανόνας, όπως έχει διαμορφωθεί πλέον  προβλέπει ότι ο εργοδότης πληρώνει 100, το κράτος εισπράττει 60 και ο εργαζόμενος 40. Ο κανόνας δε ισχύει οριζόντια και σχεδόν ανεξάρτητα από το εισόδημα. Διότι στα χαμηλά εισοδήματα που ο φόρος εισοδήματος είναι μικρότερος λόγω του αφορολογήτου (σ.σ η ευεργετική επίπτωση του οποίου θα μειωθεί από το 2019 ή από το 2020) έρχονται οι οριζόντιοι έμμεσοι φόροι για να ψαλιδίσουν το διαθέσιμο εισόδημα. Στα δε υψηλότερα εισοδήματα που οι έμμεσοι φόροι επιδρούν λιγότερο, έρχεται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος και εισφοράς αλληλεγγύης να φορολογήσει με συντελεστές που φτάνουν ακόμη και στο 55%. Η τεκμηρίωση του κανόνα έχει ως εξής:

1. Για να εισπράξει ένας χαμηλόμισθος του ιδιωτικού τομέα 753 ευρώ μηνιαίως, ο εργοδότης του πρέπει να πληρώνει 15.037 ευρώ ετησίως εκ των οποίων τα 4486 ευρώ θα καταλήξουν σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές (σ.σ το ποσό θα ξεπεράσει τις 5000 ευρώ μόλις ενεργοποιηθεί η μείωση του αφορολογήτου). Από τα 15.000 ευρώ ο εργαζόμενος θα πάρει στα χέρια του 10.551 ευρώ. Από αυτά όμως, θα πληρώσει 300 ευρώ για τον ΕΝΦΙΑ, 720 ευρώ για φόρο καυσίμων (σ.σ για κατανάλωση μόλις 60 λίτρων τον μήνα που επαρκούν για όχι περισσότερα από 5000-6000 χιλιόμετρα ετησίως, 255 ευρώ για τέλη κυκλοφορίας (σ.σ για ένα μοντέλο 1400 κυβικών 10ετίας) και περίπου 2120 ευρώ για τον ΦΠΑ που αναλογεί στην κατανάλωση. Αν προστεθούν και τα περίπου 1168 ευρώ που αναλογούν σε φόρους για ένα πακέτο τσιγάρα ημερησίως, οι συνολικές εισπράξεις του δημοσίου από έναν εργαζόμενο των 753 ευρώ καθαρά, εκτοξεύονται στα 9058 ευρώ ή στο 60,23% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπολογισμοί έχουν γίνει βάσει της έρευνας “Taxing Wages” του ΟΟΣΑ κάτι που σημαίνει ότι για τον υπολογισμό του καθαρού εισοδήματος έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι και τα οικογενειακά επιδόματα που εισπράττει ο εργαζόμενος.

2. Για να απασχοληθεί στην Ελλάδα ένα στέλεχος το οποίο θα εισπράττει 2180 ευρώ τον μήνα καθαρά, ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει 62656 τον χρόνο. Από αυτά τα 62656 ευρώ, τα 32.131 ευρώ θα δοθούν για ασφαλιστικές εισφορές και φόρους κάτι που σημαίνει ότι το καθαρό εισόδημα του εργαζόμενου θα πέσει στα 30525 ευρώ. Το «πακέτο» των έμμεσων φόρων με το οποίο θα επιβαρυνθεί ο συγκεκριμένος φορολογούμενος (για καύσιμα, τέλη κυκλοφορίας, τσιγάρα, ΦΠΑ καταναλωτικών αγαθών ή υπηρεσιών αλλά και ΕΝΦΙΑ) θα του κοστίσει περίπου 8600 ευρώ επιπλέον. Έτσι, από τα 62.656. ευρώ που θα πληρώσει ο εργοδότης, ποσοστό 65% θα καταλήξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο κρατικό ταμείο.

Ο υποψήφιος ξένος επενδυτής προχωρά σε έρευνα εις βάθος του φορολογικού καθεστώτος μιας χώρας πριν λάβει την οριστική απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης. Αν δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την πραγματοποίηση της επένδυσης –π.χ στα περιφερειακά αεροδρόμια ή στον ΟΛΠ και στον ΟΛΘ ο επενδυτής εξασφαλίζει μονοπωλιακή ισχύ ενώ στο Ελληνικό η επένδυση έχει μοναδικά χαρακτηριστικά σε διεθνές επίπεδο- το εργοδοτικό κόστος, ο ΦΠΑ και ο συντελεστής φορολόγησης των νομικών προσώπων όπως επίσης και η πολιτική υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών βαραίνει καθοριστικά στη λήψη της οριστικής απόφασης.

Τι θα διαπιστώσει ο υποψήφιος επενδυτής αν μελετήσει τις έρευνες για την Ελλάδα;

1.  Για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά, το εργοδοτικό κόστος στην Ελλάδα είναι το 5ο υψηλότερο μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ και μάλιστα με πολύ μικρή διαφορά από τις τέσσερις πρώτες. Οι υπολογισμοί έχουν γίνει για το μέσο ετήσιο εισόδημα το οποίο στην Ελλάδα προσδιορίζεται στα 20.074 ευρώ μεικτά. Οι κρατήσεις για φόρους και εισφορές, φτάνουν στο 38,34% με τον μέσο όρο για τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ να είναι στο 26,56%.  Την Ελλάδα ξεπερνά η Γαλλία με 40,01%, η Φινλανδία με 39,23%, η Ιταλία με 38,64% και το Βέλγιο με 38,56%.

2. Ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι ο 3ος υψηλότερος στην Ευρώπη. Με εξαίρεση την Ουγγαρία που εφαρμόζει συντελεστή 27%, τη Δανία, τη Σουηδία και την Κροατία που είναι στο 25%, το 24% που επιβάλλεται στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους συντελεστές διεθνώς. Η Ελλάδα από την άλλη, πρωταγωνιστεί και στον βασικό έμμεσο φόρο και στις κρατήσεις στους εργαζόμενους.

Το μεταφορικό κόστος επίσης συνιστά βασικό ζήτημα όχι μόνο για τον τελικό καταναλωτή αλλά και για τον υποψήφιο επενδυτή. Άλλη μια ελληνική πρωτιά: μετά και την τελευταία αύξηση που επιβλήθηκε από τις αρχές του χρόνου, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στην αμόλυβδη είναι ο 3ος υψηλότερος στην Ευρώπη. Σε κάθε 1000 λίτρα επιβάλλεται ειδικός φόρος 710 ευρώ ενώ πάνω από την Ελλάδα είναι μόνο η Ιταλία με τα 728 ευρώ και η Ολλανδία με τα 780 ευρώ. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης επιβάλλεται και ΦΠΑ, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η φορολόγηση των καυσίμων στην Ελλάδα είναι τελικώς από τις βαρύτερες στον πλανήτη καθώς σε ένα λίτρο αμόλυβδης αντιστοιχεί ένα ευρώ.

Πηγή: Καθημερινή

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου