Ειδήσεις

Αντιδράσεις για την απαγόρευση χρησικτησίας εκκλησιαστικών ακινήτων στις τάξεις των δικηγόρων

Οι πρώτες αντιδράσεις για την ψήφιση διάταξης σε νόμο για την «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις», με την οποία απαγορεύονται οι χρησικτησίες εκκλησιαστικών ακινήτων στα Δωδεκάνησα, άρχισαν να εκδηλώνονται στις τάξεις του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», την ύπαρξη της συγκεκριμένης πρόβλεψης του νόμου αγνοούσαν οι δικηγόροι της Ρόδου, μέχρι που αποκαλύφθηκε σε έφεση που άσκησε ο ιερός ναός Αρχαγγέλου για την απόρριψη αιτήσεως χρησικτησίας ενός κατοίκου της περιοχής.
Ο έγκριτος δικηγόρος κ. Παντελής Αποστολάς, σχολιάζει με άρθρο του στη «δημοκρατική» τις επιπτώσεις του νόμου, ενώ εκφράζει την άποψη ότι ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ από το έτος 1938, όπως θεωρούν άλλοι συνάδελφοιίυ, και παραπέρα ότι δεν χωρεί η άσκηση τριτανακοπών κατά αιτήσεων χρησικτησίας, που έχουν ευδοκιμήσει:
«Πρόκειται για διάταξη που αποκλείει πλέον με απόλυτη σαφήνεια και τη χρησικτησία, ως πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητος, στα εκκλησιαστικά ακίνητα τα κείμενα στη Δωδεκάνησο και ποινικοποιεί την αυθαίρετη κατάληψη των εκκλησιαστικών ακινήτων (όπως συμβαίνει με τα δημόσια κτήματα).
Προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στους νομείς τέτοιων ακινήτων και κυρίως προκάλεσε έντονη ανησυχία η άποψη που προβάλλεται για δήθεν αναδρομικότητα του νόμου από το 1938 (με συνέπεια να μη έχει δήθεν καμία αξία η συμπλήρωση από κάποιον κτητικής παραγραφής, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως του ως άνω νόμου), αλλά και επιπρόσθετα για δήθεν ενδεχόμενο ακύρωσης από τις Ιερές Μητροπόλεις στα Δωδεκάνησα και τους ιερούς ναούς όλων των αποφάσεων χρησικτησίας, που έχουν ευδοκιμήσει, με τριτανακοπές.
Στη Δωδεκάνησο, όπου η κρατούσα Εκκλησιαστική κατάσταση διέπεται, κατ’ εξαίρεση, υπό του ισχύοντος Πατριαρχικού  καθεστώτος, το οποίο δεν εθίγη και όπου δεν επεκτάθηκαν και δεν  έχουν  εφαρμογή όλες οι περί προστασίας των εκκλησιαστικών ακινήτων διατάξεις που ίσχυσαν στην λοιπή  Ελλάδα, έγιναν προσπάθειες, κατά καιρούς, να θεσμοθετηθούν διατάξεις που να προστατεύουν τα εκκλησιαστικά ακίνητα, αντίστοιχες με αυτές που προστατεύουν τα δημόσια κτήματα.
Μάλιστα επιχειρήθηκε η λύση στο πρόβλημα προστασίας της εκκλησιαστικής περιουσίας στη Δωδεκάνησο (ανάλογη περίπου με αυτήν του ν. 4301/2014) με βάση ειδική διάταξη στο εκπονηθέν σχέδιο πατριαρχικής διατάξεως «Περί των εν Δωδεκανήσω Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου», που αποτελεί μια σημαντική προσπάθεια δημιουργίας ενός κωδικοποιημένου οργανισμού λειτουργίας της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας. Βεβαίως η προσπάθεια αυτή παρέμεινε εκκρεμής, αφού από το 2003, έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η εκπόνησή του, δεν σημείωσε κάποια εξέλιξη.
Η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 4301/2014 (ΦΕΚ A’ 223/7-10-2014), έρχεται, εξάλλου, να επιβεβαιώσει την παγίως κρατούσα νομολογία των δικαστηρίων (παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα από την πλευρά κάποιων εναγομένων ιερών ναών σε αγωγές χρησικτησίας) ότι στη Δωδεκάνησο επιτρεπόταν η χρησικτησία στα εκκλησιαστικά ακίνητα και επομένως ότι είναι ανεπίδεκτο  χρησικτησίας  (ΑΚ 1054),  τακτικής ή έκτακτης.
Η άποψη για δήθεν αναδρομικότητα του άρθρου 22 του νόμου 4301/2014 από το 1938, είναι απολύτως εσφαλμένη και δεν νομίζω να υπήρξε δικαστική απόφαση που να υιοθέτησε αυτή την άποψη, ούτε θα την υιοθετήσει.
Στη διάταξη του άρθρου 56 του ν. 4301/2014 ορίζεται ότι «η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και δεν υπάρχει καμία άλλη διάταξη από την οποία να συνάγεται η δήθεν αναδρομικότητά του.
Επιπρόσθετα, η ανάλογα πλέον εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ 488/38 Α’) και επί των εκκλησιαστικών ακινήτων δεν είχε αναδρομικότητα και σεβάσθηκε την ήδη συμπληρωθείσα κτητική παραγραφή σε δημόσια κτήματα, κατά τους μέχρι τότε ισχύοντες νόμους.
Αλλά και ρητά να ορίζετο η αναδρομικότητα του ως άνω άρθρου του ν. 4301/2014 από το 1938, αυτό θα ήταν ένα ατόπημα νομοθετικό, για τους κάτωθι λόγους:
Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας.
Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά.
Επειδή η χρησικτησία, είναι θεσμοθετημένος πρωτότυπος τρόπος κτήσεως κυριότητος και με τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης κτητικής παραγραφής, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο κτάται δικαίωμα, είναι αδιανόητο αυτό το κτηθέν δικαίωμα με την κτητική παραγραφή, το κτηθέν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4301/2014 (ΦΕΚ A’ 223/7-10-2014), να αποστερείται με μια διάταξη με αναδρομική δύναμη.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 4301/2014 θα ήταν ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας.
Η άποψη επίσης, κατά την οποία είναι ενδεχόμενο ακύρωσης από τις Ιερές Μητροπόλεις στα Δωδεκάνησα και τους ιερούς ναούς όλων των αποφάσεων χρησικτησίας που έχουν ευδοκιμήσει, με τριτανακοπές, είναι τελείως εσφαλμένη. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αποκλείεται η αναδρομικότητα της άνω διάταξης από το 1938, θα έπρεπε να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση από τους παραπάνω μιας παραδεκτής, νόμιμης και βάσιμης τριατανακοπής, με την οποία θα επιδιώξουν την ακύρωση ή την αναγνώριση ως ανενεργών, έναντι αυτών, των παραπάνω αποφάσεων.
Με τη διάταξη του άρθρου 325 ΚΠολΔ καθιερώνεται ο κανόνας, κατά τον οποίο το ουσιαστικό δεδικασμένο βασικώς ισχύει μόνο μεταξύ των διαδίκων και όχι έναντι τρίτων. Η περιορισμένη μεταξύ των διαδίκων έκταση ισχύος του δεδικασμένου κρίθηκε σκόπιμη με γνώμονα το συμφέρον του ατόμου να μη δεσμεύεται από μία διαδικασία, στην οποία ούτε συνέπραξε, ούτε κλήθηκε να συμμετάσχει, το οποίο (συμφέρον) έχει ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας από την επίτευξη των σκοπών του δεδικασμένου και από το ότι ο διάδικος είχε τη δικονομική δυνατότητα να επηρεάσει με τις πράξεις του το αποτέλεσμα της δίκης και συνεπώς ορθό είναι να δεσμεύεται από το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης. Η κατ` εξαίρεση επέκταση του δεδικασμένου και έναντι των διαδόχων των διαδίκων επιβάλλεται από λόγους σκοπιμότητας, για να μη εξανεμίζονται τα αποτελέσματα της δίκης από το τυχαίο γεγονός της διαδοχής, ενώ έναντι των λοιπών τρίτων δικαιολογείται από τη φύση του αντικειμένου της δίκης, είτε από την ιδιαίτερη σχέση του τρίτου προς αυτό και το διάδικο που διεξήγαγε τη δίκη.
Εκτός από τις περιπτώσεις που ταυτίζονται με την αναψηλάφηση, υφίστανται δύο είδη τριτανακοπής, εκ των οποίων το μεν πρώτο αφορά εκείνους που δεσμεύονται από το δεδικασμένο της προσβαλλομένης απόφασης και απαιτείται για τη νομότυπη άσκησή του επιπλέον και η επίκληση δόλου ή συμπαιγνίας κατά την έκδοση της απόφασης εκ μέρους όλων των διαδίκων που μετείχαν στην δίκη εκείνη (γνήσια τριτανακοπή), το δε δεύτερο αφορά τους μη δεσμευόμενους από το δεδικασμένο τρίτους, οι οποίοι δεν χρειάζεται να επικαλεσθούν – εκτός από την προσγενομένη ή απειλουμένη βλάβη για τα συμφέροντά τους- και δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων της προηγούμενης δίκης (καταχρηστική ή αναγνωριστική τριτανακοπή).
Όμως, η εξ ης θεμελιούται το έννομο συμφέρον των τριτανακοπτόντων βλάβη ή διακινδύνευση των συμφερόντων τους, δύναται να είναι άμεση, έμμεση ή και ενδεχόμενη, αλλά το βλαπτόμενο ή σε κίνδυνο τιθέμενο δικαίωμά τους, με βάση το οποίο θα είχαν δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή ή παρέμβαση, πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό κατά το χρόνο της εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως, διότι η τυχόν υιοθέτηση αντίθετης εκδοχής, ήτοι η παροχή δικαιώματος τριτανακοπής σε κάθε βλαπτόμενο από κάποια απόφαση μετά πάροδο χρόνου από της εκδόσεώς της και αν αυτός κατά τον χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης απόφασης δεν είχε δικαίωμα ή συμφέρον κεκτημένο και συνεπώς προστατεύσιμο, ανεξαρτήτως ότι δεν βρίσκει έρεισμα στις περί τριτανακοπής διατάξεις, θα συνεπήγετο περαιτέρω υπερβολική διεύρυνση των δικαιουμένων σε τριτανακοπή προσώπων σε βάρος των συναλλαγών.
Ο κάθε τριτανακόπτων θα πρέπει να είχε αποκτήσει κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης απόφασης αξίωση κατά του υπέρ ου η απόφαση προς εκπλήρωση υποχρεώσεως, ούτως ώστε να υπάρχει γενεσιουργός λόγος του δικαιώματος.
Είναι σαφές, με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα, ότι είναι αδικαιολόγητος ο φόβος και το ενδεχόμενο ασκήσεως τριτανακοπών κατά των εκδοθεισών αποφάσεων.
Ανεξάρτητα πάντως από την άποψή μου για τη μη αναδρομικότητα του ν. 4301/2014, αλλά και για τον επιβαλλόμενο αυτονόητο σεβασμό όλων μας στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή και αυτού του νόμου, χαιρετίζω την πολύ καθυστερημένη θεσμοθέτηση των διατάξεων, για την προστασία, όπως στη λοιπή Ελλάδα, της εκκλησιαστικής περιουσίας στη Δωδεκάνησο».

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου